Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρισα όταν το αυτοκίνητο του μπαμπά σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας ήταν εκείνο της Σάντα Μαρίας. H Σάντα Μαρία ήταν η Ιταλίδα γειτόνισσα η οποία ζούσε μόνη της στον πρώτο όροφο της οικοδομής μας. Ένας σωστός βούδας ήταν η Σάντα Μαρία, ασάλευτη όπως πάντα με τις τροφαντές διπλές της να κρέμονται πάνω από το περβάζι του παραθυριού της, ώρες ολόκληρες, με το τσιγάρο στο στόμα, να παρατηρεί τα δρώμενα της γειτονιάς χωρίς όμως ποτέ να βγάζει λαλιά, χωρίς να συσπάται. έστω ένας μυς του προσώπου της. Όπως την είχα αφήσει, έτσι την ξαναβρήκα·. σαν τα αγέρωχα βουνά, ένα αρχαίο λείψανο, μια σοφή τρελή, ένας φωτισμένος γκουρού. Μια φιγούρα τόσο γραφική όσο και γνώριμη, φιλική και απόλυτα αποδεκτή
Life's but a walking shadow, a poor player, that struts and frets his hour upon the stage, and then is heard no more; it is a tale told by an idiot, full of sound and fury, signifying nothing. William Shakespeare
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011
Aπόσπασμα από το βιβλίο μου
«Μα, κύριε» τραύλιζε η Τζένη, «κάτι έχει η μολυβοθήκη μου και δεν μπορώ να την ανοίξω να πάρω το στυλό μου. Μήπως μπορείτε να μου την ανοίξετε εσείς;»
Την πήρε ο ανύποπτος φουκαράς στα χέρια του και πάτησε το κουμπί. Μόλις είδε το παπάρι του σκελετού να σημαδεύει το κούτελό του, έκλεισε γρήγορα το καπάκι, άρπαξε την κόλλα της Τζένης, και με μια αγριοφωνάρα που μας έκανε όλους να πεταχτούμε από τις θέσεις μας, ούρλιαξε: «ΕΞΩ!!» και της έδειξε την πόρτα.
«Μάλιστα, κύριε» του είπε με ήρεμη φωνή η Τζένη. «Θα φύγω. Μήπως όμως μπορείτε να μου δώσετε πίσω την μολυβοθήκη μου; Εκτός κι αν θέλετε να την κρατήσετε εσείς. Δεν θα με πείραζε καθόλου. Είχε πολλές στο μαγαζί που την αγόρασα. Μπορώ να αγοράσω άλλη. Μάλιστα είχε μερικές, πως να το πω τώρα, μεγαλύτερες. Καταλάβατε τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;»
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Ο καιρός εκείνο το βράδυ ήταν σύμμαχός μας λες και για μέρες μάζευε την οργή του περιμένοντας τη στιγμή της συνουσίας μας για να τη ξεσπάσει πάνω μας. Ο αέρας είχε εξαπολύσει όλη του τη λύσσα στο πρόσωπο της γης, μαστιγώνοντας τις κορυφές των δέντρων ενώ η καταρρακτώδης βροχή καρφωνόταν σαν χιλιάδες στιλέτα στα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Μέσα στους γαλάζιους κεραυνούς που έσκαγαν πάνω μας σαν δεκάδες βόμβες έβλεπα τους σφικτούς γλουτούς του Nίκυ να ανεβοκατεβαίνουν την ώρα που σαν μανιασμένος Ποσειδώνας συντάρασσε το κορμί μου ενώ εγώ, ασάλευτη σαν θαλασσοδαρμένος βράχος, κοιτούσα το ταβάνι που είχε αρχίσει να στάζει νερό.
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Και όταν τον είδα να απομακρύνεται, να συρρικνώνεται σε μια μικρή, κινούμενη, μαύρη κουκκίδα και να εξαφανίζεται στο βάθος του σταθμού, μέσα στο τεράστιο κύμα οδύνης που με κατέκλυσε, κάρφωσα την παλάμη μου στο σπασμένο τζάμι του παράθυρου που βρισκόταν μπροστά μου. Θυμάμαι πως για πολλή ώρα, δεν ξέρω πόση, καθόμουν στο σιδερένιο παγκάκι, ένα κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, μετρώντας τις μικρές, κόκκινες πιτσιλιές πάνω στο γκρίζο τσιμέντο.
Ωστόσο, η επέτειος της 25ης Μαρτίου είχε και μια σκοτεινή πλευρά που με γέμιζε τρόμο και αποτροπιασμό κι αυτό γιατί τα βιβλία μας ήταν γεμάτα από φρικιαστικές εικόνες αιματηρών μαχών με τους βρακοφόρους Τούρκους να σκύβουν από τα άλογά τους και να αποκεφαλίζουν τους Έλληνες με τις τρομερές χατζάρες τους. Στο πολύ ευεπηρέαστο παιδικό μου μυαλό, αυτές οι εικόνες καταγράφτηκαν ανεξίτηλα και για πολλά χρόνια τις έβλεπα να ζωντανεύουν τρισδιάστατα στον ύπνο μου.
....αφήνοντάς την να τα βγάλει πέρα μόνη της, σε μια χώρα που ποτέ δεν αποδέχτηκε, σε μια χώρα που ποτέ δεν κατάφερε να κατακτήσει την καρδιά της, κι ας είχαν περάσει πάνω από τριάντα πέντε χρόνια από τη φρικτή εκείνη μέρα που το αεροπλάνο της προσγειώθηκε στην Αθήνα και ο κόσμος της ολόκληρος ρουφήχτηκε μέσα στο άγριο λιοπύρι του μεσοκαλόκαιρου.
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά. Θάφτηκε ζωντανή, μια ευωδιαστή, ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα του Μάη μαζί με τη γυναίκα που της είχε χαρίσει το δώρο της ζωής, αν αυτό, βέβαια, μπορούσε να θεωρηθεί δώρο και όχι κατάρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόταν πως, ίσως, η ζωή ήταν μια θεία καταδίκη, η πραγματική κόλαση, εκεί που στέλνονταν οι αμαρτωλοί για να αργοπεθαίνουν από τη στιγμή που γεννιούνται. O θάνατος ήταν η έσχατη τιμωρία. Σκεφτόταν πως οι καλοί, ίσως, να μη γεννιούνται ποτέ, ίσως να παρέμειναν εσαεί στον παράδεισο της ανυπαρξίας τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Με τα ξάστερα μάτια του φαντασίας της τον είδε να κείτεται μέσα στο φέρετρο, τον άκουσε να αναπνέει απαλά και ρυθμικά, να οσφραίνεται τη χωματερή μυρουδιά της νοτισμένης γης που τον σκέπαζε. Σαράντα πέντε χρόνια ζωής κλεισμένα σ’ ένα μαύρο κουτί, σαν το μαύρο κουτί των αεροπλάνων που έκρυβε στο εσωτερικό του όλα τα μυστικά της μοιραίας πτώσης του.
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Ένα βράδυ ξύπνησα μέσα στη νύχτα από έναν τρομακτικό εφιάλτη. Στο σουρεαλιστικό όνειρο αυτό ήμουν έγκυος μόνο που η κοιλιά μου ήταν επίπεδη σαν σανίδα. Ξαφνικά μ' έπιασαν οι πόνοι της γεννάς. Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Ήμουν ολομόναχη, ολόγυμνη και αβοήθητη. Λιποθύμησα από τους πόνους. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, βρέθηκα σ’ ένα σκοτεινό, αραχνιασμένο δωμάτιο φίσκα από παλιά, στραπατσαρισμένα έπιπλα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ένα ανακάτωμα από γεωμετρικά σχήματα σαν έργο του Πικάσο. Ήμουν σε ύπτια θέση πάνω σε ένα τεράστιο, μακρύ τραπέζι που θύμιζε το τραπέζι του Τελευταίου Δείπνου του Χριστού. Διασκορπισμένα παντού γύρω μου υπήρχε μια συλλογή από σκουριασμένα χειρουργικά εργαλεία και διάφορες τροφές, κυρίως σάπια λαχανικά, όπως πατάτες, μπρόκολα και καρότα. Πάνω από το σώμα μου στεκόταν ένας χασάπης ντυμένος με μια άσπρη ποδιά λερωμένη με πιτσιλιές αίματος. Στα χέρια του κρατούσε ένα γρύλο. Από το ξεδοντιάρικο στόμα του έβγαινε ένα ανατριχιαστικό χαχανητό που με ξεκούφαινε αναγκάζοντάς μου να βάλω τα δυο μου χέρια πάνω από τ’ αυτιά μου. Ο χασάπης γιατρός άρχισε να με τσιμπάει μανιωδώς σαν να ήθελε να με ξεπουπούλιασει. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πως το σώμα μου είχε καλυφτεί πατόκορφα από κατακίτρινα πούπουλα. Ούρλιαξα αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινα από το στόμα μου.
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Τότε μου ήρθε σαν κεραυνός η σκέψη πως ίσως να με περνούσαν για τρομοκράτισσα; Ήταν η εποχή που οι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι Baider Mainhoff χτυπούσαν ανελέητα στόχους στην Ευρώπη, ιδίως τα αεροδρόμια. Ο κοντοστούπης μ’ άρπαξε και αυτός από το μπράτσο (ρε μανία που είχαν με τα μπράτσα μου!) και με διέταξε να τον ακολουθήσω. Για δεύτερη φορά ένοιωσα το αίμα μου να παγώνει, να χέρια μου να τρέμουν και τα γόνατα μου να λυγίζουν. Μη μπορώντας να κάνω διαφορετικά, ακολούθησα τα βήματα του όταν αντιλήφτηκα πως στο βάθος της αίθουσας κάτι γινόταν: κόσμος, φωνές, ρεπόρτερ και μια έκρηξη από φλας σαν να έπεφταν αστραπές και βροντές μέσα στο αεροδρόμιο. Ξαφνικά ο κόσμος έκανε πέρα για να ανοίξει ο δρόμος και τότε την είδα· μια πανύψηλη καλλονή με μια τεραστία μαύρη καπελαδούρα και μαύρα εξίσου τεράστια γυαλιά. «Η Σοφία Λόρεν!» ξεφώνισα αυθόρμητα και χωρίς να το καταλάβω κατάφερα να ξεκόψω από τη σιδερένια λαβή του δεσμοφύλακά μου και να τρέξω προς το μέρος της ντίβας του Ιταλικού κινηματογράφου. Αμέσως ξέσπασε πανδαιμόνιο! Ένα τρελό κυνηγητό που θα το ζήλευε ακόμη και ο Tom και o Jerry! Όταν κατάφερα να την πλησιάσω και να τη δω από κοντά έπαθα σοκ. Το πρόσωπο της ήταν σαν τους κρατήρες της σελήνης, σκαμμένο, γεμάτο ουλές και σημάδια που προσπαθούσε να καλύψει με μια πορτοκαλί παχιά στρώση από font de teint και πούδρα. Και ενώ στεκόμουν εκεί και σκεφτόμουν όλα αυτά, ξαφνικά θυμήθηκα τον χοντρόκοντο τύπο και το έβαλα στα ποδιά ξανά, να πάω πού ένας Θεός μονάχα ήξερε!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)