Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ο ΦΑΚΕΛΟΣ



                        Ο ΦΑΚΕΛΟΣ


H Φρίντα έχωσε οργισμένα την πουκαμίσα της μέσα στο παντελόνι της και βλαστημώντας τον άντρα της και τη ξετσίπωτη γκόμενά του βγήκε στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου βγάζοντας καπνούς από το στόμα!  To πρόσωπο της ήταν ξαναμμένο από τη ντροπή που είχε νιώσει όταν ο γυναικολόγος της, μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, της εξηγούσε πως είχε κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα. 
«Αφροδίσιο νόσημα;  Αποκλείεται, γιατρέ!  Κάποιο λάθος κάνετε!» είχε σπεύσει να διαμαρτυρηθεί θέλοντας, σαν από ένστικτο, να προστατέψει τα του οίκου της τα άπλυτα.  
«Ηρεμήστε, κυρία Φανουράκη. Δεν είναι τίποτα το τόσο φοβερό. Ο μισός πληθυσμός της πόλης έχει αυτόν τον ιό.  Θα κάνουμε έναν καυτηριασμό και όλα θα πάνε καλά. Βέβαια, μπορεί να χρειαστεί και μια δεύτερη και τρίτη φορά, αυτό θα το δούμε στην πορεία. Το καλό είναι πως δεν παρατήρησα τίποτα ύποπτο στον τράχηλό σας αλλά καλού κακού θα κάνουμε ένα τεστ Παπανικολάου για να είμαστε σίγουροι. Εξάλλου ήταν προγραμματισμένο να γίνει σήμερα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, γιατρέ» είπε ηττημένη από την παντοδυναμία της ιατρικής επιστήμης.  «Θα κάνω ότι μου πείτε φυσικά».
«Ωραία!  Προσπαθήστε να χαλαρώσετε όσο μπορείτε.  Δεν θα πονέσει σχεδόν καθόλου.  Θα κάνω το τεστ Παπανικολάου πρώτα και μετά τον καυτηριασμό.  Τα αποτελέσματα ελάτε να τα πάρετε σε δυο μέρες.  Α, και πριν ξεχάσω, θα πρέπει να εξεταστεί και ο σύζυγος σας».   
Για ακόμη μια φορά ο άντρας της την είχε ξεφτιλίσει δημοσίως.  Τέτοιος ήταν ο θυμός της που αν τον είχε μπροστά της εκείνη τη στιγμή θα τον σκότωνε ευχαρίστως με τα ίδια της τα χέρια!  Μαζί μ’ αυτόν και τη βρομιάρα γκόμενά του που παρατρίχα να χάλαγε το σπίτι της! 
Το στόμα της είχε ξεραθεί, τα μάτια της έτσουζαν κι ένα κύμα ναυτίας πέρασε από πάνω της σαν τσουνάμι.  Ακούμπησε πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν για να ανακτήσει την ισορροπία της και τότε η ματιά της έπεσε πάνω σ’ ένα λευκό, μακρόστενο φάκελο πάνω στο γραφείο της γραμματέας.  Σημασία δεν θα είχε δώσει αν στο φάκελο πάνω δεν έβλεπε φαρδιά πλατιά το όνομα της γυναικάς που μισούσε όσο κανέναν άλλον άνθρωπο στον κόσμο.  Απίστευτη σύμπτωση!  Η γκόμενα πήγαινε στον ίδιο γυναικολόγο!  Έριξε μια νευρική ματιά γύρω της και διαπίστωσε πως ήταν ολομόναχη στο δωμάτιο.  Όλοι είχαν φύγει.  Θα ήταν φαίνεται το τελευταίο ραντεβού της ημέρας.  Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξε το φάκελο και τον έβαλε μέσα στην τσάντα της προσέχοντας να μη το τσαλακώσει.  Έπειτα ξεκρέμασε το παλτό της από τον καλόγερο κι έφυγε άρον- άρον πριν βγει κανείς από μέσα και την τσακώσει. 
                Όταν βγήκε στο δρόμο ήταν καταϊδρωμένη.  Φόρεσε το παλτό της και αναθεμάτισε για άλλη μια φορά τις εμμηνοπαυσιακές ορμόνες που απειλούσαν να την αποτρελάνουν εκεί που τελικά δεν τα κατάφεραν οι ερωτικές περιπτύξεις του συζύγου της.  Προχώρησε γρήγορα χτυπώντας με δύναμη τα τακούνια της στην άσφαλτο σαν να ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να τσαλαπατήσει την οργή της.  Μπροστά της ένα μικρό, συμπαθητικό καφέ μπαρ της έκανε νεύμα να μπει μέσα.  Κάθισε σε μια γωνιά μακριά από την τζαμαρία που έβλεπε στον πολυσύχναστο δρόμο και παρήγγειλε ένα ουισκάκι για να καλμάρει τα νεύρα της.  Μετά την πρώτη γουλιά άναψε ένα τσιγάρο, το ρούφηξε σαν βεντούζα και με την πρώτη καταπραϋντική εκπνοή του καπνού έβγαλε το φάκελο μέσα από την τσάντα της. Στη θέση του αποστολέα ήταν η διεύθυνση του κυτταρολογικού διαγνωστικού εργαστηρίου με το οποίο συνεργαζόταν ο γιατρός και ,φυσικά, πιο κάτω το όνομα της γκόμενας, Λόλα Λοΐζου.  Άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα την μοναδική σελίδα που περιείχε.  Ήταν τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου, το τεστ Παπανικολάου του ορκισμένου μέχρι θανάτου εχθρού της.  Έβγαλε τα γυαλιά της από την τσάντα της και διάβασε τι έγραφε το τεστ.  Αν και δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα τα συμπεράσματα στο τέλος ήταν σαφή:  Επιχρίσματα αρνητικά για κακοήθεια (κατηγορία Ι κατά Παπανικολάου). 
Φτου σου σκέφτηκε, και άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!
«Ναι, αλλά η γνώση είναι δύναμη…»ψέλλισε μια πανούργα  φωνή μέσα της. 
Έτσι, παροτρυνόμενη  από το κακό μισό της, δημιουργήθηκε το πρώτο κύτταρο μιας ιδέας που άρχισε να γεννοβολά ραγδαία μέσα της.
Παρήγγειλε ένα δεύτερο ποτό και ξύνοντας το κεφάλι της άρχισε να καταστρώνει τις πρώτες λεπτομέρειες του  σατανικού της σχεδίου. 
Όταν έφτασε σπίτι της βρήκε τον άντρα της καταχωνιασμένο στον καναπέ που είχε κάτσει από το βάρος της μελαγχολίας που τον είχε παραλύσει από την ημέρα που τον είχε πιάσει στα πράσα με τη γκόμενα βάζοντας έτσι ένα οριστικό τέλος στην παράνομη επί πέντε συναπτά έτη χυδαία σχέση τους.  Σκασίλα της!  Δεν την ένοιαζε καθόλου αν σάπιζε πάνω στον καναπέ!  Θα έμεινε μαζί της μέχρι το πικρό φινάλε, ήθελε δεν ήθελε, αυτοί ήταν οι όρκοι που αντάλλαξαν την ημέρα του γάμου της. Με τίποτα δεν θα του έδινε την ελευθερία του για να περνάει αυτός καλά ενώ αυτή, ξοφλημένη στα πένητα της, θα έμεινε στα αζήτητα  να την κατατρώει το σαράκι της μοναξιάς της.   Ήταν, βέβαια, και η περιουσία!  Σιγά μην άφηνε τη γκόμενα να βάλει χέρι στη διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία που με τόσο κόπο κατάφεραν να αποκτήσουν  μετά από είκοσι χρόνια γάμου!   Βρε ουστ αποδώ!    Ήταν, βέβαια, και οι μίζες που έπαιρνε σαν έφορος που ήταν αλλά αυτή ήταν μια άλλη ιστορία!  
«Πού είναι τα παιδιά;» ρώτησε τον άντρα της χωρίς να πάρει καμία απάντηση.
           «Πού είναι τα παιδιά;» ξαναρώτησε ανεβάζοντας μια σκάλα τον τόνο της φωνής της.
«Πήγαν σινεμά» απάντησε λες και με το ζόρι.  «Έφαγες;»
«Δεν πεινάω» ήρθε η κοφτή απάντηση. 
Για άλλο πράγμα πεινάς εσύ  αλλά δεν θα σου κάνουμε το χατίρι είπε μέσα της η Φρίντα κι αφού έφτιαξε ένα σάντουιτς κι έβαλε τον εαυτό της ένα ουισκάκι αποσύρθηκε στο ξενώνα που τη φιλοξενούσε εδώ και δέκα μήνες.  Οι χωριστές κρεβατοκάμαρες δεν τη στενοχωρούσαν καθόλου γιατί το μόνο που ένιωθε για το Σπύρο ήταν μια σιχασιά και τίποτα περισσότερο.  Δεν ήθελε να την ακουμπήσει ούτε με το νυχάκι του.  Όχι ότι είχε κι αυτός καμία ιδιαίτερη καΐλα να την ακουμπήσει.  Η Φρίντα ήξερε καλά πως τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη δυστυχία του κι αυτό δεν θα της το συγχωρούσε με τίποτα.  Και πάλι σκασίλα της!
Ακούμπησε το δίσκο πάνω στο κομοδίνο και ξεντύθηκε.  Φόρεσε τη φανελένια granny πιτζάμα της, τέρμα οι σέξι αηδίες, και τρύπωσε κάτω από το φουσκωτό πάπλωμα.  Αφού έφαγε το σάντουιτς, άναψε ένα τσιγάρο κι έβαλε το μυαλό της να σπαζοκεφαλιάσει.  Αυτή η σκρόφα η Λόλα  Λοΐζου (ακόμα και το όνομα παρέπεμπε σε ντιζέζ) είχε καταστρέψει όχι μόνο τη δική της ζωή αλλά και τη ζωή των παιδιών της που πέρασαν τα πάνδεινα όταν ο πατέρας τους τους παράτησε όλους για χάρη της.  Για όλα αυτά έπρεπε να πληρώσει.  Και μάλιστα ακριβά.  Οι πράξεις μας έχουν και τις συνέπειες τους κι αυτό έπρεπε να το εμπεδώσει καλά η δεσποινίς Λόλα.  Και ο Θεός σ’ όλη του την πανσοφία,  απ’ ότι φαινόταν, της είχα αναθέσει την ιερή δουλειά αυτή.  Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός πως έβαλε το φάκελο στα χέρια της;  Προφανώς ήθελε κάπως να το χρησιμοποιήσει. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα αλλοίωνε το αποτέλεσμα του τεστ και από αρνητικό θα το έκανε  θετικό.  Κι αυτό μόνο και μόνο για να πάρει ακόμη μια γερή τρομάρα η Λολίτσα  για να μάθει να μη πηγαίνει με παντρεμένους.  Βέβαια αργά η γρήγορα θα ανακάλυπτε πως δεν είχε καρκίνο αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα έπαιρνε ένα ακόμα πολύτιμο μάθημα ζωής.   Στη σκέψη και μόνο πως θα την έκανε να τρομάξει όσο δεν είχε τρομάξει ποτέ στη ζωή της, ακόμη και όταν την κυνηγούσε ανελέητα με ολονύκτιες αγρυπνίες έξω από το σπίτι της ή όταν την απειλούσε με γράμματα και τηλεφωνήματα την πλημμύρισε με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Ναι, αυτό θα έκανε! Όλα εδώ πληρώνονται.  Απ’ ότι μάθαινε η Λόλα είχε ήδη αρχίσει να πληρώνει για τις αμαρτίες της.   Τελευταία η Ερμιόνη, η βασίλισσα όλων των κουτσομπόλων, η οποία έτυχε να είναι φίλες με μια φίλη της Λόλας, της είχε πει πως τα νεύρα της γκόμενας είχαν κλονιστεί και τα ηρεμιστικά τα κατέβαζε με τις χούφτες μαζί με τεράστιες ποσότητες αλκοόλ.
«Κάθε μεσημέρι βγαίνει κι αγοράζει ουίσκι ή μπύρες» είχε πει η Ερμιόνη. «Όλη η γειτονιά έχει βουίξει.  Έχει τα μαύρα της τα χάλια, άλουστη, άβαφη με άσπρες ρίζες μέχρι τα αυτιά της!  Δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το σπίτι της παρά μόνο για τα τελείως απαραίτητα.   Μάλιστα τα κουτσομπολιά λένε πως έχει νοσηλευτεί και σε νευρολογική κλινική για μεγάλο διάστημα.  Δεν πιστεύω να έχεις βάλει εσύ το χεράκι σου σ’ αυτό;»
«Φυσικά και το έβαλα!  Άκου κει!  Όχι θα την άφηνα την ελεεινή αντροχωρίστρα!  Της έχω κάνει το βίο αβίωτο. Κι ακόμη στο ξεκίνημα είμαι! Πολλά ακόμη θα πάθει!» είπε δίνοντας εύσημα στον εαυτό της.
«Δεν σε καταλαβαίνω, ειλικρινά. Αυτό που ήθελες, το Σπύρο, τον πήρες πίσω. Γιατί δεν την αφήνεις στην ησυχία της να συνεχίσει ήρεμα τη ζωή της;  Εξάλλου, εδώ που τα λέμε, ο άντρας σου σ’ απάτησε, όχι αυτή!»  Η Ερμιόνη ήθελε να ανάψει φωτιές για να έχει να λέει για πολλές μέρες.
«Α, όχι, δεν θα μου τη γλιτώσει τόσο εύκολα!  Κατέστρεψε το γάμο μου.  Έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά!  Ο Σπύρος δεν με θέλει πια.  Εκείνη θέλει ακόμη.  Κάθε μέρα θρηνεί το χαμό της.  Αηδία με πιάνει μόνο που το σκέφτομαι».
«Τότε με το Σπύρο θα έπρεπε να τα βάλεις κι όχι με τη Λόλα.  Στο κάτω κάτω της γραφής, αυτός παραβίασε τους όρκους του κι όχι η Λόλα».
«Ότι θες λες μου φαίνεται.  Η γυναίκα είναι τσούλα.  Ξεμυάλισε τον άντρα μου.  ‘Ήξερε πολύ καλά τι έκανε!»  είχε πει θυμωμένα.  «Εξάλλου με ποιανού τη μεριά είσαι, μπορείς να μου πεις;»
«Καλά!  Καλά!  Δεν θέλεις ν’ ακούσεις την αλήθεια.  Μια μέρα θα καταλάβεις μόνη σου».
Από τη τσατίλα της της είχε κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα.
Σκεπτόμενη το δημόσιο εξευτελισμό της, ο θυμός της Φρίντας φούντωσε τόσο που απειλούσε να την πνίξει μέσα στο ίδιο της το κρεβάτι.  Τινάχτηκε στον αέρα και βάλθηκε να βαδίζει πάνω κάτω πάνω κάτω βγάζοντας συνεχώς καπνούς από τα ρουθούνια σαν μανιασμένος δράκος. Μην αντέχοντας άλλο τα αρνητικά συναισθήματα που την κατέκλυζαν  άνοιξε την πόρτα και όρμηξε μέσα στο σαλόνι γυρεύοντας να ξεσπάσει την οργή της πάνω στον άντρα της ο οποίος δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του στον καναπέ. 
«Η βρωμιάρα τσούλα σου μ’ έχει κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα!» είπε κοφτά. 
«Πάψε πια ρε Φρίντα!  Σ’ έχω βαρεθεί.  Άφησε την  κοπέλα στην ησυχία της.  Εμένα δεν ήθελες;  Ε, λοιπόν, μ’ έχεις.  Τι άλλο θες;»!
«Ε, βέβαια!  Αυτή πάντα υποστηρίζεις!»
«Δεν υποστηρίζω κανέναν. Θέλω να τελειώνει αυτή η ιστορία.  Πρέπει να συνεχίζουμε τις ζωές μας .  Πώς να το κάνουμε;»
«Ο γιατρός είπε να πας να εξεταστείς κι εσύ.  Σίγουρα έχεις κολλήσει.  Εξάλλου από σένα κόλλησα κι εγώ!»
«Εντάξει θα πάω. Μπορώ τώρα να δω τηλεόραση με την ησυχία μου ή θα με πρήζεις για πολλή ώρα ακόμη;»
Έκανε μεταστροφή και ξαναπήγε στο δωμάτιό της.  Πήρε δύο Lexotanil και απλώθηκε στο κρεβάτι περιμένοντας πότε θα ενεργήσουν τα χάπια για να γλιτώσει κάμποσες ώρες από το μαρτύριο που είχε γίνει η ζωή της. 
Το πρωί μόλις έφυγε ο σύζυγος της έφτιαξε έναν διπλό καφέ και οπλισμένη μ’ ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρα κάθισε στο γραφείο και έπιασε δουλειά.  Ήπιε το μισό καφεδάκι της για να ‘ρθει στα ίσια της  και στα μισά του δεύτερου τσιγάρου έβαλε μπρος τον υπολογιστή της.  Άνοιξε το google και έγραψε: οι κατηγορίες του τεστ Παπανικολάου.  Σχεδόν αμέσως βρήκε αυτό που έψαχνε.  

Ο όρος AGUS ή AGS (Άτυπα αδενικά κύτταρα) περιγράφει μία κατηγορία κυτταρικών αλλοιώσεων του αδενικού επιθηλίου που παρουσιάζει αυξημένο ποσοστό επικινδυνότητας, που αφορά τον τράχηλο και πιθανόν το ενδομήτριο και οι οποίες πρέπει να διερευνηθούν με ιδιαίτερη προσοχή.

Τέλεια!  Αυτό θα έγραφε!  Άνοιξε το φάκελο κι αφού έβγαλε τη σελίδα από μέσα την έβαλε πάνω στο snanner  αφού όμως την κάλυψε με λευκή κόλλα Α4 αφήνοντας μόνο το λογότυπο του εργαστηρίου να φαίνεται.  Έπειτα τη σκανάρισε και έκανε αντιγραφή/ επικόλληση το κείμενο που είχε βρει στο Google.  Έκανε μερικές αλλαγές στο κείμενο και όταν ήταν ικανοποιημένη με όλα έκανε μια εκτύπωση για να δει το αποτέλεσμα.  Τέλεια!  Πολύ αυθεντικό! Το έβαλε μέσα στο φάκελο και το ξανακόλλησε με κόλλα.  Αυτό ήταν!   Ευχαριστημένη με τον εαυτό της ντύθηκε και βγήκε έξω  για λίγη shopping therapy.
          Την επομένη νωρίς το απόγευμα με το φάκελο στη τσάντα της έστησε καρτέρι στη γραμματέα του γιατρού στο απέναντι πεζοδρόμιο.  Η κοπέλα έφτασε κατά της πέντε και άνοιξε το ιατρείο.  Μόλις την είδε η Φρίντα ανέβηκε πάνω και χτύπησε το κουδούνι.  
«Γεια σας.  Ήμουν στη γειτονιά και είπα να περάσω να ρωτήσω μήπως είναι έτοιμα τα αποτελέσματα του τεστ Παπανικολάου μου».
«Ναι, ναι, βεβαίως, κυρία Φανουράκη.  Τώρα θα σας έπαιρνα τηλέφωνο.  Εδώ είναι.  Μόλις τον παρέλαβα τον φάκελο» είπε ευγενικά και της έτεινε το φάκελο.
          «Όλα καλά πιστεύω;» ρώτησε φορώντας το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. 
          «Ναι, ναι, όλα καλά!  Μην ανησυχείτε!  Τζάμι το τεστ.  Ο γιατρός, όμως,  θέλει να σας ξαναδεί την επόμενη εβδομάδα για το άλλο θέμα σας.  Να κλείσουμε ένα ραντεβουδάκι;  Ποια μέρα και ώρα θα σας βόλευε;»
          « Εμένα θα με βόλευε Παρασκευή γύρω στις οκτώ.  Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα θα λείπω».
Η Φρίντα γνώριζε πολύ καλά πως ο γιατρός σπάνια δεχόταν τις Παρασκευές κι ότι θα αναγκαζόταν να πάει μέσα να τον ρωτήσει .
«Λυπάμαι, κύρια Φανουράκη αλλά ο γιατρός, ξέρετε, δεν δέχεται τις Παρασκευές έκτος κι αν είναι κάποιο επείγον περιστατικό».
«Ναι, το ξέρω αλλά μήπως μπορεί να κάνει κάποια εξαίρεση για μένα;»
«Ένα λεπτό να τον ρωτήσω».
Μόλις η γραμματέας εξαφανίστηκε στο βάθος του διαδρόμου η Φρίντα έβγαλε το φάκελο και τον έθαψε κάτω από κάτι χαρτιά που ήταν διασκορπισμένα εδώ και ‘κει πάνω στο γραφείο.  Σε δύο λεπτά η γραμματέας είχε επιστρέψει.
«Καλά, κυρία  Φανουράκη.  Ο γιατρός θα σας δει την Παρασκευή στις οκτώ».
«Α, περίφημα! Να φεύγω τώρα. Έχω αργήσει.  Σας χαιρετώ».
«Στο καλό να πάτε, κυρία Φανουράκη. Καλό σας βράδυ» είπε η γραμματέας κι έσκυψε πάνω στα χαρτιά της.
Στη διαδρομή μέσα στο ταξί η Φρίντα σκεφτόταν την τρομάρα που θα έπαιρνε η Λόλα και σχεδόν γαργαλιόταν από τη χαρά της.  Δεν ένιωθε τη παραμικρή τύψη γι αυτό που έκανε.  Γιατί να νιώσει τύψεις άλλωστε;  Σάμπως η τσούλα ένιωθε καμία τύψη όταν κρεβατώνονταν με τον άντρα της, όταν, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, τον ζητούσε να παρατήσει την οικογένειά του για χάρη της.  Μπα!  Κανένα έλεος για τη πόρνη! 
Όταν γύρισε σπίτι ο άντρας της δεν είχε γυρίσει από τη δουλειά.  Περίεργο!  Δεν αργούσε ποτέ πια για να μη κινήσει τις υποψίες της.  Τα παιδιά της ήταν ως συνήθως κλειδαμπαρωμένα στο δωμάτιό τους και ούτε που μπήκαν στο κόπο να βγουν έξω να τη χαιρετίσουν. Κάνε παιδιά να δεις χαΐρι σκέφτηκε με κάποια πικρία κι έβαλε ένα ουισκάκι on the rocks.  Κάθισε στον καναπέ και παραδόθηκε στις  νοσηρές φαντασιώσεις που τον τελευταίο την έτρεφαν.  Ναι, την έβλεπε ξεκάθαρα!  Η Λόλα σοκαρισμένη.  Η Λόλα κλαμένη.  Η Λόλα παράλυτη από φόβο.  Και μόνη!  Α, ναι, προπαντός μόνη!  Αγκαλιά με το μαξιλάρι της.  Όπως της άξιζε.
Τη ρέμβη της διέκοψε το χτύπημα του τηλέφωνου.   Ήταν η Ερμιόνη, η κουτσομπόλα φίλη της.  Τι να ήθελε και πάλι να μάθει; 
«Κάθεσαι;» τη ρώτησε.  Χμμμ!  Κάτι περίεργο  είχε η φωνή της.
«Ναι, κάθομαι.  Γιατί ρωτάς;»
«Σου έχω φοβερά νέα. Δεν ξέρω πως θα το πάρεις αυτό που έχω να σου πω».
«Λέγε και άσε τις περιστροφές» είπε εκνευρισμένα.
«Η Λόλα είναι νεκρή».
Σίγουρα δεν άκουσε καλά.  Η Λόλα νεκρή;
«Τι είπες;»
«Η Λόλα είναι νεκρή.  Αυτοκτόνησε!  Είχε καρκίνο και αυτοκτόνησε!»
«Είχε καρκίνο;»
Ο Θεέ μου, τι είχε κάνει; 
«Ναι.  Κατέβασε ένα σχεδόν κουτί Lexotanil και μισό μπουκάλι βότκα!  Η αστυνομία βρήκε δίπλα της στο κρεβάτι τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου.  Ήταν θετικό για καρκίνο».
«Θετικό;»
«Καλά, κουφή είσαι;  Δεν μ’ ακούς;  φαίνεται πως δεν άντεξε τα κακά μαντάτα και αυτοκτόνησε.  Ήταν που ήταν έτοιμη για φούντο, ήρθε κι αυτό και την αποτελείωσε!  Κρίμα!  Ότι κι αν έκανε δεν άξιζε αυτό το τέλος».
Η Φρίντα όταν έκλεισε το τηλέφωνο έμεινε μαρμαρωμένη να κοιτάει τον απέναντι τοίχο.  Ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει, να πάρει σβάρνα τους δρόμους της πόλης αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση της. Το σοκ της είδησης την είχε καθηλώσει σ’ ένα είδος προσωρινής αναπηρίας.  Και σαν μην έφτανε αυτό με φρίκη άρχισε να συνειδητοποίει πως κάπου βαθιά μέσα της χαιρόταν, ναι, χαιρόταν που ένα ασήκωτο βάρος είχε φύγει από πάνω της. 
Τη χαρά τη διαδέχτηκε η λύπη και μετά ο φόβος.  Κι αν μάθαινε η αστυνομία πως αυτή παραποίησε το έγγραφο;  Κι αν τη θεωρούσαν υπεύθυνη ως ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας της Λόλας;   Θεέ μου, πού είχε μπλέξει! 
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.  Η Ερμιόνη θα ήταν πάλι.  Το σήκωσε γεμάτη αγωνία να μάθει περισσότερα για την αυτοκτονία της Λόλας.
«Έλα, Ερμιόνη» είπε χωρίς να μπορέσει να κρύψει την υστερία από τη φωνή της.
«Κυρία Φανουράκη; Συγγνώμη που σας ενοχλώ.  Είμαι η Δέσποινα, η γραμματέας του κυρίου Κωστόπουλου, του γυναικολόγου σας».
«Ναι, ναι, σας ακούω».
Τι να ήθελε η αναθεματισμένη τέτοια ώρα;
«Και πάλι χίλια συγνώμη αλλά έγινε κάποιο λάθος με το τεστ Παπανικολάου σας.  Κάποιο μπέρδεμα.   Φοβάμαι πως σας έδωσα λάθος φάκελο.  Το δικό σας είναι εδώ».
Η αλήθεια είναι πως ούτε που είχε κοιτάξει το φάκελο που της είχε δώσει.
«Εντάξει, κάποια στιγμή θα περάσω να το πάρω».
«Κυρία Φανουράκη.  Λυπάμαι αλλά μάλλον δεν καταλάβετε. Ο γιατρός θέλει να σας δει. Επειγόντως! Αύριο κιόλας αν είναι δυνατόν.  Φοβάμαι πως το τεστ έδειξε κάτι που θέλει….
Ο πρώτος πόνος εξερράγη μέσα της σαν χειροβομβίδα. Το τηλέφωνο γλίστρησε από το χέρι της κι έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα.  Από μακριά έφτασε στ’ αυτιά  ο ήχος μηνύματος του κινητού της.  Σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε να  το πιάσει στα χέρια της.  Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή πρόλαβε να το διαβάσει.

Τελικά γλίτωσε η Λόλα.  Ερμιόνη. 


 




Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

μικρή ιστορία


ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

           Ένας έφηβος γύρω στα δεκάξι κάθεται στο παγκάκι του πάρκου και κοιτάζει επίμονα τις πατούσες των μικρών κοριτσιών που παίζουν μέσα στο κουτί με την άμμο.  Κάτι αλλόκοτο έχουν τα μάτια του.  Λίγο αλλήθωρα, γυαλίζουν μες στην απογευματινή λιακάδα σαν να’ χουν περαστεί με βερνίκι. Τα κοριτσάκια μέσα στα αεράτα ζιπουνάκια τους μοιάζουν με πολύχρωμες βαρκούλες που αρμενίζουν ανέμελα μέσα στα μπεζ κύματα της άμμου. Ο νεαρός ζουμάρει το βλέμμα του στο ροδαλό, αφράτο δερματάκι των πελμάτων τους. Ως μαγεμένος θαυμαστής παρατηρεί τα τρισχαριτωμένα δακτυλάκια τους· ο τρόπος που κουνιούνται γαργαλιστικά ευφραίνει τη ψυχή του.  Νιώθει ένα ρεύμα αγαλλίασης να τον διαπερνά.   Χαϊδεύεται εκεί που του είπαν να μη χαϊδεύεται, στο καβάλο του παντελονιού του.  Έπειτα φέρνει τα δυο του χέρια μπροστά στα μάτια του και τα φτεροκοπά δυνατά στον αέρα σαν δύο λαβωμένα πουλιά που προσπαθούν απελπιστικά να πετάξουν αλλά δεν μπορούν.  Αυτό κρατάει περίπου πέντε λεπτά μέχρις ότου ημερέψει κάπως.  Έπειτα σηκώνεται και βαδίζοντας σχεδόν ρομποτικά κατευθύνεται στο κουτί με την άμμο. Πλησιάζει ένα πανέμορφο, ξανθομάλλικο κοριτσάκι που παίζει ολομόναχο με τα κουβαδάκια του. Οι πατούσες του κοριτσιού είναι ιδιαίτερα ελκυστικές σαν λαχταριστά, ροδαλά, καλοψημένα φραντζολάκια, φρέσκα, φρέσκα μόλις ξεφουρνισμένα.  Σκύβει και του γαργαλά τα ποδαράκια του.  Το κοριτσάκι ξεκαρδίζεται στα γέλια.  Ο νεαρός, εξιταρισμένος,  ξαναφτεροκοπά τα χέρια του στον αέρα και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε μουρμουρίζοντας ακατάληπτα στον εαυτό του.   Κανείς προς το παρόν δεν τον έχει πάρει χαμπάρι.
Λίγο παραπέρα σ’ ένα άλλο παγκάκι μια όμορφη τριαντάρα κάθεται και χαϊδεύει την επίπεδη κοιλιά της χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια της πάνω από το μικρό, κατάξανθο κοριτσάκι με τα κουβαδάκια.  Μερικά δάκρυα μαζεύονται στις γωνιές των ματιών της· τρεμοπαίζουν λαμπιρίζοντας μέσα στο χρυσαφί ήλιο και σχεδόν αμέσως μετά εξατμίζονται σαν να τα στέγνωσε το αεράκι που γλυκοφυσούσε.  Βλέπει τον περίεργο νεαρό να σκύβει και να γαργαλάει τις πατούσες της μικρής.  Το κοριτσάκι σκάει στα γέλια αποκαλύπτοντας δύο χαριτωμένα λακκάκια στα μαγουλάκια της. Τα ίδια ακριβώς λακκάκια εμφανίζονται στα μάγουλα της γυναίκας η οποία μαγνητίζεται από τα γέλια της μικρής και τη ζυγώνει.  Με μια δυνατή σπρωξιά κάνει πέρα το νεαρό με το χυδαίο φετίχ με τα πόδια. 
«Φύγε» του λέει και φέρνει σβούρα το βλέμμα της ψάχνοντας τη μητέρα της μικρής. Την εντοπίζει κάτω από μια λεύκα να συζητάει έντονα με μια φίλη της. 
Τα μεγάλα μπλε μάτια της γυναίκας ψάχνουν τα μεγάλα μπλε μάτια της μικρής. Στο βάθος τους βλέπει το είδωλο της:  τα ίδια κατάξανθα μαλλιά, η ίδια γαλλική μυτούλα, τα ίδια ζουμερά χειλάκια.  Είναι ολόιδιες. 
«Είναι η Εύα μου» ψελλίζει και σκύβοντας περιμαζεύει τη μικρή στην αγκαλιά της και ρίχνοντας νευρικές ματιές γύρω της κάνει σιγά σιγά να φύγει.
 Ένα δυνατό χέρι αρπάζει το μωρό από την αγκαλιά της.  Είναι εκείνος ο ενοχλητικός νεαρός  που γαργαλούσε τα πόδια της μικρής.  Με τη μικρή στην αγκαλιά  του τρέχει σαν παλαβός κι απομακρύνεται από τη ξανθιά γυναίκα την οποία κοιτάζει με τρόμο.  Η ξανθιά γυναίκα γυρίζει την πλάτη της και εξαφανίζεται χωρίς να την προσέξει κανείς.
Στο πάρκο ξεσπά πανδαιμόνιο. 
 «Άσε κάτω το παιδί, ρε ανώμαλε!»  φωνάζει ένας μπαμπάς δίνοντας το σύνθημα που θα ξεσηκώσει τους πάντες στο πόδι. 
«Το παιδί μου! Το παιδί μου» φωνάζει η μητέρα της μικρής.
Ο νεαρός πέφτει κάτω και σκεπάζει με το σώμα του τη μικρή.  Πάνω του πέφτουν ένα σωρό άντρες.  Ένα ρυάκι αίματος κατρακυλά από το κεφάλι του στο έδαφος.   Ο νεαρός  μένει ασάλευτος και το κοριτσάκι κλαίει βοερά.  Δύο χέρια τη σηκώνουν στον αέρα και την εναποθέτουν στην αγκαλιά της μητέρας της.   Σε πέντε λεπτά φτάνει η αστυνομία.  Σ’ άλλα πέντε φθάνει το ασθενοφόρο.   Σε μισή ώρα το πάρκο είναι άδειο.  Μια απρόσμενη ριπή ανέμου τινάζει τις φυλλωσιές των δέντρων, σηκώνει στα γερά του μπράτσα ένα βραχιολάκι που γράφει «Είμαι αυτιστικός» και το πάει στον αγύριστο.
           Η νύχτα πέφτει αθόρυβα στο πάρκο.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Μια Χριτουγεννιάτικη Ιστορία

«Κυρία Δώρα, πιστεύετε στον Άγιο Βασίλη;» ρώτησε ο μικρός Μάνος.

Ήταν η τελευταία μέρα πριν κλείσει το σχολείο για τις διακοπές των Χριστουγέννων και τα παιδιά ήταν ασυγκράτητα μέσα στην τρελή χαρά τους.

«Αμέ! Φυσικά και πιστεύω! Γιατί; Υπάρχει άνθρωπος που δεν πιστεύει στον Άγιο Βασίλη;»

«Εγώ, κυρία! Δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης! Αυτά είναι παραμύθια! Οι γονείς μας μας αγοράζουν τα δώρα!» πετάχτηκε όπως πάντα ο Χρηστάκης.

«ΚΑΙ οι γονείς μας. Όταν, όμως, κάτι το θέλουμε πολύ, μα πάρα πολύ, και οι γονείς μας αδυνατούν να μας το προσφέρουν, τότε μας το χαρίζει ο Άγιος Βασίλης. Να σας πω μια ιστορία; Μια αληθινή ιστορία που συνέβη σ’ ένα κοριτσάκι στη μακρινή Αμερική ; Θέλετε;»

«Ναι, ναι, κυρία! Να μας πείτε! Λέτε πολύ ωραίες ιστορίες!» φώναξε ενθουσιασμένος ο μικρός Μάνος. Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες της κυρίας Δώρας γιατί όλες ήταν μαγευτικές και η μαγεία ήταν το χόμπι του.

«Ωραία! Δεν θέλω, όμως, να με διακόψει κανείς. Σύμφωνοι;»

«Ναι, ναι, κυρία!» ήρθε σύσσωμη η απάντηση.

«Ένα λεπτό να φτιάξω ωραία ατμόσφαιρα» είπε η κυρία Δώρα κι αφού έσβησε τα σκληρά φθοριούχα φώτα της τάξης άναψε τα λαμπάκια του μικρού Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Έπειτα τράβηξε μέχρι πέρα την κουρτίνα για να φαίνεται το χιόνι που σιγά σιγά έντυνε στα λευκά τα μαύρα κλαδιά των δέντρων που γρατζούνιζαν τη μεγάλη τζαμαρία της τάξης.

«Λοιπόν, αρχίζω» είπε η δασκάλα και η τάξη αμέσως ησύχασε.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και το κρύο πολύ τσουχτερό. Η μικρή Τέντυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά τη βαριά βελέντζα που ορθωνόταν πάνω της σαν βουνό και την καταπλάκωνε.

«Τη βλέπεις αυτή τη βελέντζα, Τέντυ;» της είχε πει κάποτε η μητέρα της. «Είναι της γιαγιάς σου, της μάνας μου. Την κουβάλησα από την Ελλάδα σαν να ήξερα ότι θα έκανε πολύ κρύο εδώ που ήρθαμε».

Στο παράθυρο πίσω από το ψηλό κεφαλάρι του κρεβατιού της μικρής Τέντυς το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα-καλή ώρα όπως πέφτει τώρα! Το πολύ σε μια ώρα θα σκέπαζε ολόκληρο το τζάμι και τότε δεν θα έβλεπε τα αχνά, κίτρινα φώτα του highway που ξεδιπλωνόταν σαν μεταξωτή κορδέλα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Σκαρφάλωσε προσεκτικά πάνω από το κοκαλιάρικο σώμα της μεγαλύτερης αδελφής της και κατέβηκε από το ψηλό, παλιομοδίτικο κρεβάτι. Φόρεσε τη χοντρή σαν πάπλωμα ρόμπα και τις γούνινες παντόφλες της και νυχοπατώντας βγήκε έξω στο σαλόνι που ήταν ακριβώς δίπλα. Η ογκώδης σόμπα που ήταν χωμένη μέσα στο ανενεργό τζάκι σιγόκαιγε έτοιμη να πει τη δική της καληνύχτα. Τυλίχτηκε σφιχτά μέσα στη μάλλινη κουβέρτα που ήταν αφημένη στον καναπέ και ξάπλωσε πάνω στη χοντρή μοκέτα. Θα περίμενε τον Αι Βασίλη! Σίγουρα θα είχε κιόλας ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι μαζί με το κοκκινομυταρά Rudolph και τα άλλα ταρανδάκια του! Σε λίγο θα άκουγε τα βήματά τους πάνω στη τσιμεντένια ταράτσα της οικοδομής τους.

Σε μια γωνιά του σαλονιού θριάμβευε το πανύψηλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φανταχτερά στολίδια του. Ήταν τόσο ψηλό που το μεγάλο φωτεινό αστέρι στην κορυφή του έξυνε ελαφρώς το ταβάνι. Μόλις πριν δυο μέρες το είχε κουβαλήσει στην πλάτη του ο πατέρας της… όπως έκανε κάθε χρόνο. Μύριζε πεύκο και οι βελόνες του ήταν ακόμα άθικτες πάνω στα χλωρά κλαδιά του. Στα δυο παράθυρα του σαλονιού μια σειρά από ηλεκτρικά κεριά έκαιγε στα περβάζια. Η αντανάκλαση τους φαινόταν στα παχνιασμένα τζάμια διπλασιάζοντας τη ζεστή τους λάμψη. Τι όμορφα που ήταν τα Χριστούγεννα!

Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Χριστούγεννα και μαζί με τους γονείς της και τις τρεις αδελφούλες της θα άνοιγε και φέτος τα δώρα της: παλτά, πουλόβερ, γάντια, κάλτσες, σκουφάκια κι άλλα όμορφα, ολοκαίνουργια ρούχα. Παιχνίδι, όμως, κανένα! Για κάποιο μυστήριο λόγο ο Αϊ Βασίλης ποτέ δεν της έφερνε παιχνίδια για τα Χριστούγεννα … και ήθελε τόσο πολύ μια κούκλα! Όχι ότι δεν αγαπούσε τις μικρές χάρτινες κούκλες που έκοβε από τα κόμικς που αγόραζε με τα λεφτά από τα μπουκάλια που μάζευε από τους δρόμους και εξαργύρωνε στο μαγαζί του γέρου Geffins. Τις αγαπούσε και πάρα πολύ μάλιστα! Τις είχε φτιάξει κι ένα όμορφο κουκλόσπιτο από τα κουτιά παπουτσιών που έφερναν σπίτι οι γονείς της από το εργοστάσιο που δούλευαν. Μια αληθινή, όμως, κούκλα, με σάρκα και οστά θα ήταν, ε πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα! Θα μπορούσε να την κρατάει αγκαλιά τα βράδια που κρύωνε ή και να τρώει μαζί της στο τραπέζι όταν οι γονείς της έλειπαν στη δουλειά κι αναγκαζόταν να γευματίσει μόνη της.

Νύσταζε πολύ και τα βλέφαρα της άρχισαν να βαραίνουν, η όραση της να θολώνει. «Όχι, όχι, δεν πρέπει να κοιμηθώ!» είπε και σκούντηξε τον εαυτό της. Τότε ήταν που έλαμψε μια ιδέα στο μυαλουδάκι της! Μήπως ο Αϊ Βασίλης δεν της έφερνε την κούκλα που ήθελε γιατί απλούστατα δεν του έγραφε ποτέ γράμμα; Άλλες χρονιές ήταν μικρή και δεν ήξερε να γράφει. Τώρα, όμως είχε μεγαλώσει και ήξερε να γράφει καλά. Πρώτη ήταν στην ορθογραφία στο σχολείο!

Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το μαρκαδόρο που είχε αφήσει στο τραπεζάκι νωρίτερα όταν ζωγράφιζε κι έτσι όπως ήταν μισοκοιμισμένη άρχισε να γράφει στο τοίχο πάνω στην ταπετσαρία με τα πράσινα και μοβ αγριολούλουδα.

Αγαπητέ Αϊ Βασίλη,

Ήμουν πολύ καλό παιδί φέτος, Πήρα και καλούς βαθμούς στο σχολείο, όλα Α. Για τα Χριστούγεννα μπορείς να μου φέρεις, σε παρακαλώ, μια κούκλα γιατί δεν έχω αληθινή κούκλα, μόνο κάτι χάρτινες.

Ευχαριστώ πολύ και καλό σου ταξίδι!

Τέντυ

Με την ελπίδα της αγκαλιά αφέθηκε στο γλυκό νανούρισμα του χιονιού κι έκλεισε τα μάτια της. Όχι, όμως, για πολύ! Κάποια στιγμή η παγωμένη ανάσα της νύχτας εισχώρησε στο σπίτι από παντού και το διαπεραστικό κρύο τη ξύπνησε. Τουρτουρίζοντας έτρεξε να ξαναχωθεί στη ζεστασιά του κρεβατιού της αγκαλιά με την αδελφούλα της.

Το πρωί ξύπνησε από τις χαρούμενες σαν χαρμόσυνες καμπάνες φωνές που έφταναν στα αυτιά της. Άνοιξε τα μάτια της κι αμέσως θυμήθηκε πως ήταν Χριστούγεννα. Ο Αϊ Βασίλης σίγουρα θα είχε έρθει! Έτρεξε στο σαλόνι ελπίζοντας πως αυτήν τη φορά ο Santa Claus, έτσι τον λέγανε σ’ αυτήν τη χώρα, θα της έκανε το χατίρι και θα της έφερνε την κούκλα που τόσο μα τόσο πολύ λαχταρούσε. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη κάτω από το δέντρο και την περίμενε ... όλοι εκτός από τη μητέρα της.

«Πού είναι η μαμά;» ρώτησε.

«Τώρα να δεις τι έχεις να πάθεις» είπε χαιρέκακα η μικρή της αδελφούλα, η Τίνα, δείχνοντας τον μουτζουρωμένο τοίχο.

Πω πω! Το είχε ξεχάσει! Σίγουρα την περίμενε μεγάλη τιμωρία για τη ζημιά που προκάλεσε.

«Τέντυ, εσύ έγραψες πάνω στον τοίχο με μαύρο μαρκαδόρο;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της να φωνάζει από την κουζίνα. Μέχρι να σηκωθεί από το πάτωμα, η φιγούρα της μητέρας της στεκόταν απειλητικά στη κάσα της πόρτας.

«Ναι, μαμά, εγώ» είπε και κρέμασε το κεφαλάκι της. «Σου ζητώ συγνώμη».

«Μπορείς να μου πεις τουλάχιστον τι λέει αυτή η μουτζούρα;»

Η μητέρα της δεν ήξερε Αγγλικά παρά τα πολλά χρόνια που είχε στην Αμερική.

« Είναι ένα γράμμα για τον Αϊ Βασίλη. Του ζητάω μια κούκλα για τα Χριστούγεννα».

Η μητέρα της σκούπισε τα χέρια της πάνω στην ποδιά της και χωρίς να πει κουβέντα χαμήλωσε το βλέμμα της σαν να ντρεπόταν για κάτι. «Χμμμμ» σκέφτηκε η μικρή Τέντυ «τι περίεργο κι αυτό! Γιατί να ντρέπεται η μητέρα της που ο Αϊ Βασίλης δεν την έφερνε μια κούκλα; Περίεργοι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι!»

«Ευδοξία, μη το μαλώνεις το παιδί τέτοια μέρα που είναι! Θα τον φτιάξω τον τοίχο. Κράτησα λίγη ταπετσαρία. Θα την αλλάξω» είπε ο πατέρας της.

«Άντε καλά! Χρόνια πολλά, λοιπόν, ο Θεός να μας έχει πάντα καλά!» είπε χαρούμενα η μητέρα της. «Ας ανοίξουμε τώρα τα δώρα μας!»

Η μικρή Τέντυ ξανακάθισε στο πάτωμα κι ένα ένα άνοιξε τα δώρα της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά σαν να πηδούσε σκοινάκι. Μια φούστα, ένα πουλόβερ, γάντια, σκουφί κι ένα ζευγάρι λουστρίνια παπούτσια. Καμιά, όμως, κούκλα! Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη αλλά η μικρή μας ηρωίδα από τη φύση της ήταν πολύ χαρούμενο κι αισιόδοξο παιδάκι έτσι δικαιολόγησε τον Αϊ Βασίλη που σίγουρα θα είχε τους λόγους του και συνέχιζε να χαίρεται με την καρδιά της.

«Μη στενοχωριέσαι, Τέντυ. Θα σου την πάρω εγώ την κούκλα μόλις πληρωθώ από τη βραδινή μου δουλειά» είπε ο γλυκούλης ο πατέρας της.

«Δεν πειράζει, μπαμπά. Ξέρω πως δεν έχουμε πολλά λεφτά. Εξάλλου έχω τις χάρτινες κούκλες μου. Μια χαρά είναι κι αυτές».

«Άντε, πάμε τώρα να φάμε» είπε η μαμά της σαν να ήθελε να βάλει γρήγορο τέρμα στη συζήτηση για την κούκλα.

Το πρωινό τους ήταν πλούσιο: corn muffins του μπαμπά και λαλαγγίτες της μαμάς. Με μπόλικο σιρόπι! Αχ, τι ωραία να ήταν Χριστούγεννα κάθε μέρα!

«Πάμε να παίξουμε με τα χιόνια;» πρότεινε η Ειρήνη, η δεύτερη μεγαλύτερη αδελφούλα της μόλις τελείωσε και την τελευταία μπουκιά της.

«Αχ, ναι! Πάμε! Πάμε! Έλα Τίνα! Ντύσου! » είπε η μικρή Τέντυ χοροπηδώντας από τη χαρά της.

«Εγώ δεν έρχομαι» είπε η Τίνα. «Θα μείνω εδώ να δω καρτούν!» Η Cynthia ως συνήθως είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα στο δωμάτιό της.

Φόρεσαν τα καινούργια τους παλτά, τα γάντια και τα σκουφάκια τους και ξεμύτισαν δειλά δειλά στην παγωνιά που τους έκοβε την ανάσα. Οι χιονοστιβάδες λαμπίριζαν σαν βουνά από ζάχαρη μέσα στο χειμωνιάτικο ήλιο.

«Πάμε να δούμε αν έφεραν τα καινούργια κόμικς;» είπε η Ειρήνη.

«Πάμε! Εγώ θα πάρω ρούχα για τις κούκλες μου!»

«Κούκλες τις λες αυτές τις χάρτινες αηδίες που μαζεύεις;»

«Μια χαρά είναι οι κούκλες μου. Εγώ τις αγαπώ!»

Στην επιστροφή έπαιξαν χιονοπόλεμο και φτιάξανε κι έναν μικρό χιονάνθρωπο πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου. Βρήκαν και κάμποσα μπουκάλια και τα πήγαν στο μαγαζί του γέρου Geffin για να τα ανταλλάξουν για καραμέλες και μαστίχες . Μόλις άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες του Jingle Bells.

«Merry Christmas, Mr Geffin!»

«Merry Christmas, girls!»

Η Τέντυ έτρεξε κατευθείαν στη μεγάλη γυάλινη σφαίρα που ήταν φίσκα από στρόγγυλες χρωματιστές μαστίχες. Χωμένα ανάμεσα τους υπήρχαν και μερικά πανέμορφα χρυσά δακτυλίδια σε μικρές πλαστικές θήκες. Έβαλε μέσα αρκετά σεντς ελπίζοντας να κερδίσει ένα από τα δακτυλίδια αλλά ούτε κι εκεί στάθηκε τυχερή. Αφού αγοράσανε διάφορα ζαχαρωτά και μπιχλιμπίδια σφίξανε τα δόντια τους και ξαναβγήκαν στο κρύο. Ο ήλιος ήταν άφαντος και το χιόνι είχε αρχίσει και πάλι να πέφτει δυνατά.

«Άντε πάμε σπίτι τώρα, θα μας περιμένουν για φαγητό» είπε η Ειρήνη. «Ο μπαμπάς θα φτιάξει λαζάνια και η μαμά πίτα».

Προχώρησαν προσεκτικά χέρι χέρι για να μη φάνε καμιά βούτα και σπάσουν κανένα πόδι. Το χιόνι όλο και πύκνωνε. Με δυσκολία έβλεπαν μπροστά τους. Ξαφνικά μέσα από τη διάχυτη ασπρίλα ένας ιερέας ξεπρόβαλλε μπροστά τους. Σαν από το πουθενά. Παραλίγο να έπεφταν πάνω του.

«Merry Christmaς, young ladies».

«Merry Christams, Father». Ο ιερέας έσκυψε στο ύψος της Τέντυς. «Here, little one, this is for you» είπε και της έδωσε ένα πολύ μεγάλο κουτί συσκευασμένο με ασημόχαρτο και χρυσαφί κορδέλες.

Η Τέντυ κοίταξε την αδελφή της σαν να τη ρωτούσε αν έπρεπε να δεχτεί το δώρο.

«Πες ευχαριστώ και παρ’ το» είπε η Ειρήνη.

«Τhank you, Father» είπε ντροπαλά και του φίλησε το χέρι.

Μόλις βεβαιώθηκαν πως είχε απομακρυνθεί ο ιερέας κάθισαν σ’ ένα χιονισμένο σκαλοπάτι κι άνοιξαν το κουτί. Το σαγόνι της Τέντυς έπεσε μερικά εκατοστά …τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή της! Μέσα σ’ ένα κουτί υπήρχε μια πανέμορφη κούκλα με μεγάλα γαλανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Φορούσε μια κόκκινη φορμίτσα κι ένα κόκκινο σκουφάκι ακριβώς σαν το Santa! H κούκλα είχε και όνομα! Τη λέγανε Sweet Tums, έτσι έλεγε το κουτί και ήταν η πιο όμορφη κούκλα του κόσμου!

«Αυτά παιδάκια μου» είπε η κυρία Δώρα κι ξανάναψε τα φώτα. «Σας άρεσε η ιστορία μας;»

«Ναι, ναι, κυρία!» είπε ο Παύλος.

«Τέλεια ήταν, κυρία!»σιγοντάρισε η Παυλίνα.

«Μας τη ξαναλέτε;» ρώτησε ο Μιχαλάκης.

Ένα σηκωμένο χεράκι φάνηκε στο βάθος της τάξης. Ήταν ο μικρός Μάνος.

«Να σας ρωτήσω κάτι, κυρία;»

«Ναι, φυσικά, Μάνο. Τι θες;»

«Δηλαδή ο Άγιος Βασίλης υπάρχει, έτσι δεν είναι;»

«Υπάρχει αν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Και όπως είδατε μας έρχεται μεταμφιεσμένος με πολλά πρόσωπα!»

Ο Μάνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και απευθυνόμενος στους συμμαθητές του είπε: «Δεν σας το’ λεγα, ρε μάγκες; Σας το’ λεγα! Αλλά δεν με πιστεύατε! Φάτε την τώρα!»

«Μάνοοοοοοοοο!!!!!!!!»