Ω πικρό μου έαρ


Ω πικρό μου έαρ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.

     Τ.S. Elliot The Wasteland  (Μετάφραση: Γεώργιος Σεφέρης)
από Θεοδώρα Τζόκα
   H έλευση της άνοιξης πάντα μ’ έφερνε μια αίσθηση μελαγχολίας. Όλος αυτός ο παροξυσμός χρωμάτων, μονοκοπανιάς αμολημένος, με γέμιζε φρίκη και φόβο μετά τα λίγα, ζεστά, γήινα χρώματα του χειμώνα. Όπως ο T.S. Elliot στην Έρημη Χώρα, ήθελα κι εγώ να κουκουλωθώ μέσα στη ζεστή κουβέρτα του χειμώνα, να σκεπαστώ μέσα στο «χιόνι της λησμονιάς», στη «λίγη ζωή» που έβγαινε από τους «απόξερους βολβούς». Ο Απρίλης είναι όντως ο σκληρότερος μηνάς του χρόνου λες και για να αναγεννηθεί η γη πρέπει πρώτα το χώμα της να ποτιστεί με το αίμα ανθρώπων. Οι εαρινές απώλειες στη ζωή μου πολλές και οδυνηρές, με μεγαλύτερη εκείνη της μητέρας μου το Μάιο του 2004. Πριν λίγες μέρες προστέθηκε ακόμη μία, όχι μόνο για μένα, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα. Φέτος, η γη άνοιξε την Απριλιάτικη Κυριακή των Βαΐων, και πήρε μέσα στα σπλάχνα της, το Νίκο Παπάζογλου, τον «Ινδιάνο» τροβαδούρο της ψυχής μας, το τρυφερό και ασυμβίβαστο παιδί με το τζην και το κόκκινο φουλάρι που ομόρφαινε την πόλη μας. Η είδηση, λίγες μέρες μετά το θάνατο του φίλου και συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη, με συγκλόνισε και για ακόμη μια φορά βλαστήμησα τον ερχομό της άνοιξης.
   Τον Νίκο Παπάζογλου, αν και ελάχιστα τον γνώριζα, είχα την αίσθηση ότι τον γνώριζα χρόνια. Κι αυτό, ίσως, γιατί στο πρόσωπο του αναγνώρισα έναν «κροκάνθρωπο» όπως αποκαλούσε τους αγνούς ανθρώπους ο συνονόματης του, ο εξίσου σπουδαίος μουσικός Νικόλας Άσιμος, που κι αυτόν τον καταβρόχθισε η άνοιξη, το Μάρτη του 1988. Με το Νίκο γνωριστήκαμε για πρώτη φορά στην «Σελήνη» το «μπαράκι των φρικιών» απέναντι από τα παλιά δικαστήρια κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Ήταν ζεστός και φιλικός με μια αφοπλιστική απλότητα που σε κέρδιζε αμέσως. Λιγομίλητος, γλυκός, χαμογελαστός, εξέπεμπε μια αύρα καλοσύνης και μετριοφροσύνης που σπάνια συναντάς στους επώνυμους. Τα υπέροχα, καστανά του μάτια, μεγάλα και εκφραστικά, έκρυβαν μέσα τους ψήγματα λύπης που δεν συμβάδιζαν με το ζεστό φως που ανέδυαν. Μάτια ποιητή. Ναι, Νίκο, μάτια ποιητή! Λάθος μας τα λες στο τραγούδι σου! Ήσουν και ένας ποιητής, και ένα στιχάκι ολόκληρο, και ένα ποίημα σπάνιας έκφρασης και ευαισθησίας.
 Στην κηδεία σου δεν μπόρεσα να παραστώ. Ξέρω ότι θα με συγχωρέσεις. Έμαθα, όμως, πως μια λαοθάλασσα κατέκλυσε το χώρο της εκκλησίας και πως όλοι αυτοί που σ΄ αγάπησαν σιγοτραγούδησαν το Κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει, ακούνε μόνο την πενιά και ο νους τους ταξιδεύει!... όταν έβγαινες για τελευταία φορά από την εκκλησία. Εγώ σου τραγουδάω από ‘δω, από τον υπολογιστή μου, αυτήν την αποφράδα ανοιξιάτικη μέρα, το αγαπημένο μου στιχάκι σου. Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε φυλάξου για το τέλος θα μου πεις!
                                                            Ναι, Νίκο, φυλάγομαι για το τέλος.  Καλή αντάμωση!