Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012



ΟΙ ΓΟΒΕΣ

Εκείνες τις βελούδινες γόβες με τις στρας πόρπες
στις ίριδες των ματιών σου να αστράφτουν
σαν τον έναστρο ουρανό που πάνω του
ένα ένα καρφίτσωνες τα όνειρά σου
είχες πει κάποτε θα τις έκανες δικές σου

ΟΤΑΝ  
μια μέρα στις μασχάλες
κάποιου ευυπόληπτου κυρίου
σαν μικρή, ανάλαφρη πεταλουδίτσα
θα φτερούγιζες

ΟΤΑΝ 
μια μέρα στο λαιμό
κάποιου ευκατάστατου κυρίου
σαν χοντρή, χρυσή καδένα
θα δενόσουν

ΟΤΑΝ 
μια μέρα στα μπράτσα
κάποιου γαλαντόμου κυρίου
σαν πλάστιγγα θα έγερνες την ύπαρξή σου

Όπως όλες εκείνες οi φινετσάτες κυρίες
που σουλατσάρουν τα Κυριακάτικα πρωινά  
στην παραλία του Βόλου 
κάτω  από τα δαντελένια παρασόλια τους
και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες 
των αξιότιμων κυρίων τους
λίγο πριν πάρουν brunch 
στο ρετρό café με τις βιεννέζικες καρέκλες
 ιμπρεσσιονιστικές φιγούρες without substance
κακοβγαλμένες από πόστερ του Monet

ΚΑΙ άρδην έφτασε η μέρα
που τα στήθια σου ξεμύτισαν  
μικρά ηφαιστειακά νησάκια  
αναδυόμενα μέσα από κόκκινες θάλασσες
Μάτωσες πολύ για να γίνεις γυναίκα
εν μια νυχτί / εν σάρκα μία
αναμεσίς λεκιασμένα πέπλα  
και σφιχτά  muget-de-bois
ζυμώθηκες με το πεπρωμένο σου
που τόσο χρόνια καρτερούσες

ΜΑ τις βελούδινες γόβες
δεν τις φόρεσες ποτέ
παρά μόνο στα σκοτωμένα
όνειρα σου που ένα ένα  
ξεκόλλαγαν απ' τον ουρανό  
και στην ποδιά σου έπεφταν
σαν τα ψίχουλα ψωμιού
που στη χούφτα σου
μάζευες και σκόρπιζες
στους τέσσερις ανέμους