ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
Ένας έφηβος γύρω στα δεκάξι κάθεται στο παγκάκι
του πάρκου και κοιτάζει επίμονα τις πατούσες των μικρών κοριτσιών που παίζουν
μέσα στο κουτί με την άμμο. Κάτι
αλλόκοτο έχουν τα μάτια του. Λίγο
αλλήθωρα, γυαλίζουν μες στην απογευματινή λιακάδα σαν να’ χουν περαστεί με
βερνίκι. Τα κοριτσάκια μέσα στα αεράτα
ζιπουνάκια τους μοιάζουν με πολύχρωμες βαρκούλες που αρμενίζουν ανέμελα μέσα
στα μπεζ κύματα της άμμου. Ο νεαρός ζουμάρει το βλέμμα του στο ροδαλό, αφράτο
δερματάκι των πελμάτων τους. Ως μαγεμένος
θαυμαστής παρατηρεί τα τρισχαριτωμένα δακτυλάκια τους· ο τρόπος που κουνιούνται
γαργαλιστικά ευφραίνει τη ψυχή του.
Νιώθει ένα ρεύμα αγαλλίασης να τον διαπερνά. Χαϊδεύεται εκεί που του είπαν να μη
χαϊδεύεται, στο καβάλο του παντελονιού του.
Έπειτα φέρνει τα δυο του χέρια μπροστά στα μάτια του και τα φτεροκοπά
δυνατά στον αέρα σαν δύο λαβωμένα πουλιά που προσπαθούν απελπιστικά να πετάξουν
αλλά δεν μπορούν. Αυτό κρατάει περίπου
πέντε λεπτά μέχρις ότου ημερέψει κάπως.
Έπειτα σηκώνεται και βαδίζοντας σχεδόν ρομποτικά κατευθύνεται στο κουτί
με την άμμο. Πλησιάζει ένα πανέμορφο, ξανθομάλλικο κοριτσάκι που παίζει
ολομόναχο με τα κουβαδάκια του. Οι πατούσες του κοριτσιού είναι ιδιαίτερα
ελκυστικές σαν λαχταριστά, ροδαλά, καλοψημένα φραντζολάκια, φρέσκα, φρέσκα
μόλις ξεφουρνισμένα. Σκύβει και του
γαργαλά τα ποδαράκια του. Το κοριτσάκι
ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ο νεαρός,
εξιταρισμένος, ξαναφτεροκοπά τα χέρια
του στον αέρα και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε μουρμουρίζοντας ακατάληπτα στον
εαυτό του. Κανείς προς το παρόν δεν τον
έχει πάρει χαμπάρι.
Λίγο παραπέρα σ’ ένα
άλλο παγκάκι μια όμορφη τριαντάρα κάθεται και χαϊδεύει την επίπεδη κοιλιά της
χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια της πάνω από το μικρό, κατάξανθο κοριτσάκι με τα
κουβαδάκια. Μερικά δάκρυα μαζεύονται
στις γωνιές των ματιών της· τρεμοπαίζουν λαμπιρίζοντας μέσα στο χρυσαφί ήλιο
και σχεδόν αμέσως μετά εξατμίζονται σαν να τα στέγνωσε το αεράκι που
γλυκοφυσούσε. Βλέπει τον περίεργο νεαρό
να σκύβει και να γαργαλάει τις πατούσες της μικρής. Το κοριτσάκι σκάει στα γέλια αποκαλύπτοντας
δύο χαριτωμένα λακκάκια στα μαγουλάκια της. Τα ίδια ακριβώς λακκάκια
εμφανίζονται στα μάγουλα της γυναίκας η οποία μαγνητίζεται από τα γέλια της
μικρής και τη ζυγώνει. Με μια δυνατή
σπρωξιά κάνει πέρα το νεαρό με το χυδαίο φετίχ με τα πόδια.
«Φύγε» του λέει και
φέρνει σβούρα το βλέμμα της ψάχνοντας τη μητέρα της μικρής. Την εντοπίζει κάτω
από μια λεύκα να συζητάει έντονα με μια φίλη της.
Τα μεγάλα μπλε μάτια της
γυναίκας ψάχνουν τα μεγάλα μπλε μάτια της μικρής. Στο βάθος τους βλέπει το
είδωλο της: τα ίδια κατάξανθα μαλλιά, η
ίδια γαλλική μυτούλα, τα ίδια ζουμερά χειλάκια.
Είναι ολόιδιες.
«Είναι η Εύα μου»
ψελλίζει και σκύβοντας περιμαζεύει τη μικρή στην αγκαλιά της και ρίχνοντας
νευρικές ματιές γύρω της κάνει σιγά σιγά να φύγει.
Ένα δυνατό χέρι αρπάζει το μωρό από την
αγκαλιά της. Είναι εκείνος ο ενοχλητικός
νεαρός που γαργαλούσε τα πόδια της
μικρής. Με τη μικρή στην αγκαλιά του τρέχει σαν παλαβός κι απομακρύνεται από
τη ξανθιά γυναίκα την οποία κοιτάζει με τρόμο.
Η ξανθιά γυναίκα γυρίζει την πλάτη της και εξαφανίζεται χωρίς να την
προσέξει κανείς.
Στο
πάρκο ξεσπά πανδαιμόνιο.
«Άσε κάτω το παιδί, ρε ανώμαλε!» φωνάζει ένας μπαμπάς δίνοντας το σύνθημα που
θα ξεσηκώσει τους πάντες στο πόδι.
«Το παιδί μου! Το παιδί
μου» φωνάζει η μητέρα της μικρής.
Ο νεαρός πέφτει κάτω και
σκεπάζει με το σώμα του τη μικρή. Πάνω
του πέφτουν ένα σωρό άντρες. Ένα ρυάκι
αίματος κατρακυλά από το κεφάλι του στο έδαφος. Ο νεαρός
μένει ασάλευτος και το κοριτσάκι κλαίει βοερά. Δύο χέρια τη σηκώνουν στον αέρα και την
εναποθέτουν στην αγκαλιά της μητέρας της.
Σε πέντε λεπτά φτάνει η αστυνομία.
Σ’ άλλα πέντε φθάνει το ασθενοφόρο.
Σε μισή ώρα το πάρκο είναι άδειο.
Μια απρόσμενη ριπή ανέμου τινάζει τις φυλλωσιές των δέντρων, σηκώνει στα
γερά του μπράτσα ένα βραχιολάκι που γράφει «Είμαι αυτιστικός» και το πάει στον
αγύριστο.
Η νύχτα πέφτει αθόρυβα στο πάρκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου