«Κυρία Δώρα, πιστεύετε στον Άγιο Βασίλη;» ρώτησε ο μικρός Μάνος.
Ήταν η τελευταία μέρα πριν κλείσει το σχολείο για τις διακοπές των Χριστουγέννων και τα παιδιά ήταν ασυγκράτητα μέσα στην τρελή χαρά τους.
«Αμέ! Φυσικά και πιστεύω! Γιατί; Υπάρχει άνθρωπος που δεν πιστεύει στον Άγιο Βασίλη;»
«Εγώ, κυρία! Δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης! Αυτά είναι παραμύθια! Οι γονείς μας μας αγοράζουν τα δώρα!» πετάχτηκε όπως πάντα ο Χρηστάκης.
«ΚΑΙ οι γονείς μας. Όταν, όμως, κάτι το θέλουμε πολύ, μα πάρα πολύ, και οι γονείς μας αδυνατούν να μας το προσφέρουν, τότε μας το χαρίζει ο Άγιος Βασίλης. Να σας πω μια ιστορία; Μια αληθινή ιστορία που συνέβη σ’ ένα κοριτσάκι στη μακρινή Αμερική ; Θέλετε;»
«Ναι, ναι, κυρία! Να μας πείτε! Λέτε πολύ ωραίες ιστορίες!» φώναξε ενθουσιασμένος ο μικρός Μάνος. Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες της κυρίας Δώρας γιατί όλες ήταν μαγευτικές και η μαγεία ήταν το χόμπι του.
«Ωραία! Δεν θέλω, όμως, να με διακόψει κανείς. Σύμφωνοι;»
«Ναι, ναι, κυρία!» ήρθε σύσσωμη η απάντηση.
«Ένα λεπτό να φτιάξω ωραία ατμόσφαιρα» είπε η κυρία Δώρα κι αφού έσβησε τα σκληρά φθοριούχα φώτα της τάξης άναψε τα λαμπάκια του μικρού Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Έπειτα τράβηξε μέχρι πέρα την κουρτίνα για να φαίνεται το χιόνι που σιγά σιγά έντυνε στα λευκά τα μαύρα κλαδιά των δέντρων που γρατζούνιζαν τη μεγάλη τζαμαρία της τάξης.
«Λοιπόν, αρχίζω» είπε η δασκάλα και η τάξη αμέσως ησύχασε.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και το κρύο πολύ τσουχτερό. Η μικρή Τέντυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά τη βαριά βελέντζα που ορθωνόταν πάνω της σαν βουνό και την καταπλάκωνε.
«Τη βλέπεις αυτή τη βελέντζα, Τέντυ;» της είχε πει κάποτε η μητέρα της. «Είναι της γιαγιάς σου, της μάνας μου. Την κουβάλησα από την Ελλάδα σαν να ήξερα ότι θα έκανε πολύ κρύο εδώ που ήρθαμε».
Στο παράθυρο πίσω από το ψηλό κεφαλάρι του κρεβατιού της μικρής Τέντυς το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα-καλή ώρα όπως πέφτει τώρα! Το πολύ σε μια ώρα θα σκέπαζε ολόκληρο το τζάμι και τότε δεν θα έβλεπε τα αχνά, κίτρινα φώτα του highway που ξεδιπλωνόταν σαν μεταξωτή κορδέλα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Σκαρφάλωσε προσεκτικά πάνω από το κοκαλιάρικο σώμα της μεγαλύτερης αδελφής της και κατέβηκε από το ψηλό, παλιομοδίτικο κρεβάτι. Φόρεσε τη χοντρή σαν πάπλωμα ρόμπα και τις γούνινες παντόφλες της και νυχοπατώντας βγήκε έξω στο σαλόνι που ήταν ακριβώς δίπλα. Η ογκώδης σόμπα που ήταν χωμένη μέσα στο ανενεργό τζάκι σιγόκαιγε έτοιμη να πει τη δική της καληνύχτα. Τυλίχτηκε σφιχτά μέσα στη μάλλινη κουβέρτα που ήταν αφημένη στον καναπέ και ξάπλωσε πάνω στη χοντρή μοκέτα. Θα περίμενε τον Αι Βασίλη! Σίγουρα θα είχε κιόλας ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι μαζί με το κοκκινομυταρά Rudolph και τα άλλα ταρανδάκια του! Σε λίγο θα άκουγε τα βήματά τους πάνω στη τσιμεντένια ταράτσα της οικοδομής τους.
Σε μια γωνιά του σαλονιού θριάμβευε το πανύψηλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φανταχτερά στολίδια του. Ήταν τόσο ψηλό που το μεγάλο φωτεινό αστέρι στην κορυφή του έξυνε ελαφρώς το ταβάνι. Μόλις πριν δυο μέρες το είχε κουβαλήσει στην πλάτη του ο πατέρας της… όπως έκανε κάθε χρόνο. Μύριζε πεύκο και οι βελόνες του ήταν ακόμα άθικτες πάνω στα χλωρά κλαδιά του. Στα δυο παράθυρα του σαλονιού μια σειρά από ηλεκτρικά κεριά έκαιγε στα περβάζια. Η αντανάκλαση τους φαινόταν στα παχνιασμένα τζάμια διπλασιάζοντας τη ζεστή τους λάμψη. Τι όμορφα που ήταν τα Χριστούγεννα!
Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Χριστούγεννα και μαζί με τους γονείς της και τις τρεις αδελφούλες της θα άνοιγε και φέτος τα δώρα της: παλτά, πουλόβερ, γάντια, κάλτσες, σκουφάκια κι άλλα όμορφα, ολοκαίνουργια ρούχα. Παιχνίδι, όμως, κανένα! Για κάποιο μυστήριο λόγο ο Αϊ Βασίλης ποτέ δεν της έφερνε παιχνίδια για τα Χριστούγεννα … και ήθελε τόσο πολύ μια κούκλα! Όχι ότι δεν αγαπούσε τις μικρές χάρτινες κούκλες που έκοβε από τα κόμικς που αγόραζε με τα λεφτά από τα μπουκάλια που μάζευε από τους δρόμους και εξαργύρωνε στο μαγαζί του γέρου Geffins. Τις αγαπούσε και πάρα πολύ μάλιστα! Τις είχε φτιάξει κι ένα όμορφο κουκλόσπιτο από τα κουτιά παπουτσιών που έφερναν σπίτι οι γονείς της από το εργοστάσιο που δούλευαν. Μια αληθινή, όμως, κούκλα, με σάρκα και οστά θα ήταν, ε πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα! Θα μπορούσε να την κρατάει αγκαλιά τα βράδια που κρύωνε ή και να τρώει μαζί της στο τραπέζι όταν οι γονείς της έλειπαν στη δουλειά κι αναγκαζόταν να γευματίσει μόνη της.
Νύσταζε πολύ και τα βλέφαρα της άρχισαν να βαραίνουν, η όραση της να θολώνει. «Όχι, όχι, δεν πρέπει να κοιμηθώ!» είπε και σκούντηξε τον εαυτό της. Τότε ήταν που έλαμψε μια ιδέα στο μυαλουδάκι της! Μήπως ο Αϊ Βασίλης δεν της έφερνε την κούκλα που ήθελε γιατί απλούστατα δεν του έγραφε ποτέ γράμμα; Άλλες χρονιές ήταν μικρή και δεν ήξερε να γράφει. Τώρα, όμως είχε μεγαλώσει και ήξερε να γράφει καλά. Πρώτη ήταν στην ορθογραφία στο σχολείο!
Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το μαρκαδόρο που είχε αφήσει στο τραπεζάκι νωρίτερα όταν ζωγράφιζε κι έτσι όπως ήταν μισοκοιμισμένη άρχισε να γράφει στο τοίχο πάνω στην ταπετσαρία με τα πράσινα και μοβ αγριολούλουδα.
Αγαπητέ Αϊ Βασίλη,
Ήμουν πολύ καλό παιδί φέτος, Πήρα και καλούς βαθμούς στο σχολείο, όλα Α. Για τα Χριστούγεννα μπορείς να μου φέρεις, σε παρακαλώ, μια κούκλα γιατί δεν έχω αληθινή κούκλα, μόνο κάτι χάρτινες.
Ευχαριστώ πολύ και καλό σου ταξίδι!
Τέντυ
Με την ελπίδα της αγκαλιά αφέθηκε στο γλυκό νανούρισμα του χιονιού κι έκλεισε τα μάτια της. Όχι, όμως, για πολύ! Κάποια στιγμή η παγωμένη ανάσα της νύχτας εισχώρησε στο σπίτι από παντού και το διαπεραστικό κρύο τη ξύπνησε. Τουρτουρίζοντας έτρεξε να ξαναχωθεί στη ζεστασιά του κρεβατιού της αγκαλιά με την αδελφούλα της.
Το πρωί ξύπνησε από τις χαρούμενες σαν χαρμόσυνες καμπάνες φωνές που έφταναν στα αυτιά της. Άνοιξε τα μάτια της κι αμέσως θυμήθηκε πως ήταν Χριστούγεννα. Ο Αϊ Βασίλης σίγουρα θα είχε έρθει! Έτρεξε στο σαλόνι ελπίζοντας πως αυτήν τη φορά ο Santa Claus, έτσι τον λέγανε σ’ αυτήν τη χώρα, θα της έκανε το χατίρι και θα της έφερνε την κούκλα που τόσο μα τόσο πολύ λαχταρούσε. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη κάτω από το δέντρο και την περίμενε ... όλοι εκτός από τη μητέρα της.
«Πού είναι η μαμά;» ρώτησε.
«Τώρα να δεις τι έχεις να πάθεις» είπε χαιρέκακα η μικρή της αδελφούλα, η Τίνα, δείχνοντας τον μουτζουρωμένο τοίχο.
Πω πω! Το είχε ξεχάσει! Σίγουρα την περίμενε μεγάλη τιμωρία για τη ζημιά που προκάλεσε.
«Τέντυ, εσύ έγραψες πάνω στον τοίχο με μαύρο μαρκαδόρο;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της να φωνάζει από την κουζίνα. Μέχρι να σηκωθεί από το πάτωμα, η φιγούρα της μητέρας της στεκόταν απειλητικά στη κάσα της πόρτας.
«Ναι, μαμά, εγώ» είπε και κρέμασε το κεφαλάκι της. «Σου ζητώ συγνώμη».
«Μπορείς να μου πεις τουλάχιστον τι λέει αυτή η μουτζούρα;»
Η μητέρα της δεν ήξερε Αγγλικά παρά τα πολλά χρόνια που είχε στην Αμερική.
« Είναι ένα γράμμα για τον Αϊ Βασίλη. Του ζητάω μια κούκλα για τα Χριστούγεννα».
Η μητέρα της σκούπισε τα χέρια της πάνω στην ποδιά της και χωρίς να πει κουβέντα χαμήλωσε το βλέμμα της σαν να ντρεπόταν για κάτι. «Χμμμμ» σκέφτηκε η μικρή Τέντυ «τι περίεργο κι αυτό! Γιατί να ντρέπεται η μητέρα της που ο Αϊ Βασίλης δεν την έφερνε μια κούκλα; Περίεργοι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι!»
«Ευδοξία, μη το μαλώνεις το παιδί τέτοια μέρα που είναι! Θα τον φτιάξω τον τοίχο. Κράτησα λίγη ταπετσαρία. Θα την αλλάξω» είπε ο πατέρας της.
«Άντε καλά! Χρόνια πολλά, λοιπόν, ο Θεός να μας έχει πάντα καλά!» είπε χαρούμενα η μητέρα της. «Ας ανοίξουμε τώρα τα δώρα μας!»
Η μικρή Τέντυ ξανακάθισε στο πάτωμα κι ένα ένα άνοιξε τα δώρα της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά σαν να πηδούσε σκοινάκι. Μια φούστα, ένα πουλόβερ, γάντια, σκουφί κι ένα ζευγάρι λουστρίνια παπούτσια. Καμιά, όμως, κούκλα! Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη αλλά η μικρή μας ηρωίδα από τη φύση της ήταν πολύ χαρούμενο κι αισιόδοξο παιδάκι έτσι δικαιολόγησε τον Αϊ Βασίλη που σίγουρα θα είχε τους λόγους του και συνέχιζε να χαίρεται με την καρδιά της.
«Μη στενοχωριέσαι, Τέντυ. Θα σου την πάρω εγώ την κούκλα μόλις πληρωθώ από τη βραδινή μου δουλειά» είπε ο γλυκούλης ο πατέρας της.
«Δεν πειράζει, μπαμπά. Ξέρω πως δεν έχουμε πολλά λεφτά. Εξάλλου έχω τις χάρτινες κούκλες μου. Μια χαρά είναι κι αυτές».
«Άντε, πάμε τώρα να φάμε» είπε η μαμά της σαν να ήθελε να βάλει γρήγορο τέρμα στη συζήτηση για την κούκλα.
Το πρωινό τους ήταν πλούσιο: corn muffins του μπαμπά και λαλαγγίτες της μαμάς. Με μπόλικο σιρόπι! Αχ, τι ωραία να ήταν Χριστούγεννα κάθε μέρα!
«Πάμε να παίξουμε με τα χιόνια;» πρότεινε η Ειρήνη, η δεύτερη μεγαλύτερη αδελφούλα της μόλις τελείωσε και την τελευταία μπουκιά της.
«Αχ, ναι! Πάμε! Πάμε! Έλα Τίνα! Ντύσου! » είπε η μικρή Τέντυ χοροπηδώντας από τη χαρά της.
«Εγώ δεν έρχομαι» είπε η Τίνα. «Θα μείνω εδώ να δω καρτούν!» Η Cynthia ως συνήθως είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα στο δωμάτιό της.
Φόρεσαν τα καινούργια τους παλτά, τα γάντια και τα σκουφάκια τους και ξεμύτισαν δειλά δειλά στην παγωνιά που τους έκοβε την ανάσα. Οι χιονοστιβάδες λαμπίριζαν σαν βουνά από ζάχαρη μέσα στο χειμωνιάτικο ήλιο.
«Πάμε να δούμε αν έφεραν τα καινούργια κόμικς;» είπε η Ειρήνη.
«Πάμε! Εγώ θα πάρω ρούχα για τις κούκλες μου!»
«Κούκλες τις λες αυτές τις χάρτινες αηδίες που μαζεύεις;»
«Μια χαρά είναι οι κούκλες μου. Εγώ τις αγαπώ!»
Στην επιστροφή έπαιξαν χιονοπόλεμο και φτιάξανε κι έναν μικρό χιονάνθρωπο πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου. Βρήκαν και κάμποσα μπουκάλια και τα πήγαν στο μαγαζί του γέρου Geffin για να τα ανταλλάξουν για καραμέλες και μαστίχες . Μόλις άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες του Jingle Bells.
«Merry Christmas, Mr Geffin!»
«Merry Christmas, girls!»
Η Τέντυ έτρεξε κατευθείαν στη μεγάλη γυάλινη σφαίρα που ήταν φίσκα από στρόγγυλες χρωματιστές μαστίχες. Χωμένα ανάμεσα τους υπήρχαν και μερικά πανέμορφα χρυσά δακτυλίδια σε μικρές πλαστικές θήκες. Έβαλε μέσα αρκετά σεντς ελπίζοντας να κερδίσει ένα από τα δακτυλίδια αλλά ούτε κι εκεί στάθηκε τυχερή. Αφού αγοράσανε διάφορα ζαχαρωτά και μπιχλιμπίδια σφίξανε τα δόντια τους και ξαναβγήκαν στο κρύο. Ο ήλιος ήταν άφαντος και το χιόνι είχε αρχίσει και πάλι να πέφτει δυνατά.
«Άντε πάμε σπίτι τώρα, θα μας περιμένουν για φαγητό» είπε η Ειρήνη. «Ο μπαμπάς θα φτιάξει λαζάνια και η μαμά πίτα».
Προχώρησαν προσεκτικά χέρι χέρι για να μη φάνε καμιά βούτα και σπάσουν κανένα πόδι. Το χιόνι όλο και πύκνωνε. Με δυσκολία έβλεπαν μπροστά τους. Ξαφνικά μέσα από τη διάχυτη ασπρίλα ένας ιερέας ξεπρόβαλλε μπροστά τους. Σαν από το πουθενά. Παραλίγο να έπεφταν πάνω του.
«Merry Christmaς, young ladies».
«Merry Christams, Father». Ο ιερέας έσκυψε στο ύψος της Τέντυς. «Here, little one, this is for you» είπε και της έδωσε ένα πολύ μεγάλο κουτί συσκευασμένο με ασημόχαρτο και χρυσαφί κορδέλες.
Η Τέντυ κοίταξε την αδελφή της σαν να τη ρωτούσε αν έπρεπε να δεχτεί το δώρο.
«Πες ευχαριστώ και παρ’ το» είπε η Ειρήνη.
«Τhank you, Father» είπε ντροπαλά και του φίλησε το χέρι.
Μόλις βεβαιώθηκαν πως είχε απομακρυνθεί ο ιερέας κάθισαν σ’ ένα χιονισμένο σκαλοπάτι κι άνοιξαν το κουτί. Το σαγόνι της Τέντυς έπεσε μερικά εκατοστά …τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή της! Μέσα σ’ ένα κουτί υπήρχε μια πανέμορφη κούκλα με μεγάλα γαλανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Φορούσε μια κόκκινη φορμίτσα κι ένα κόκκινο σκουφάκι ακριβώς σαν το Santa! H κούκλα είχε και όνομα! Τη λέγανε Sweet Tums, έτσι έλεγε το κουτί και ήταν η πιο όμορφη κούκλα του κόσμου!
«Αυτά παιδάκια μου» είπε η κυρία Δώρα κι ξανάναψε τα φώτα. «Σας άρεσε η ιστορία μας;»
«Ναι, ναι, κυρία!» είπε ο Παύλος.
«Τέλεια ήταν, κυρία!»σιγοντάρισε η Παυλίνα.
«Μας τη ξαναλέτε;» ρώτησε ο Μιχαλάκης.
Ένα σηκωμένο χεράκι φάνηκε στο βάθος της τάξης. Ήταν ο μικρός Μάνος.
«Να σας ρωτήσω κάτι, κυρία;»
«Ναι, φυσικά, Μάνο. Τι θες;»
«Δηλαδή ο Άγιος Βασίλης υπάρχει, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει αν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Και όπως είδατε μας έρχεται μεταμφιεσμένος με πολλά πρόσωπα!»
Ο Μάνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και απευθυνόμενος στους συμμαθητές του είπε: «Δεν σας το’ λεγα, ρε μάγκες; Σας το’ λεγα! Αλλά δεν με πιστεύατε! Φάτε την τώρα!»
«Μάνοοοοοοοοο!!!!!!!!»
Ήταν η τελευταία μέρα πριν κλείσει το σχολείο για τις διακοπές των Χριστουγέννων και τα παιδιά ήταν ασυγκράτητα μέσα στην τρελή χαρά τους.
«Αμέ! Φυσικά και πιστεύω! Γιατί; Υπάρχει άνθρωπος που δεν πιστεύει στον Άγιο Βασίλη;»
«Εγώ, κυρία! Δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης! Αυτά είναι παραμύθια! Οι γονείς μας μας αγοράζουν τα δώρα!» πετάχτηκε όπως πάντα ο Χρηστάκης.
«ΚΑΙ οι γονείς μας. Όταν, όμως, κάτι το θέλουμε πολύ, μα πάρα πολύ, και οι γονείς μας αδυνατούν να μας το προσφέρουν, τότε μας το χαρίζει ο Άγιος Βασίλης. Να σας πω μια ιστορία; Μια αληθινή ιστορία που συνέβη σ’ ένα κοριτσάκι στη μακρινή Αμερική ; Θέλετε;»
«Ναι, ναι, κυρία! Να μας πείτε! Λέτε πολύ ωραίες ιστορίες!» φώναξε ενθουσιασμένος ο μικρός Μάνος. Του άρεσαν πολύ οι ιστορίες της κυρίας Δώρας γιατί όλες ήταν μαγευτικές και η μαγεία ήταν το χόμπι του.
«Ωραία! Δεν θέλω, όμως, να με διακόψει κανείς. Σύμφωνοι;»
«Ναι, ναι, κυρία!» ήρθε σύσσωμη η απάντηση.
«Ένα λεπτό να φτιάξω ωραία ατμόσφαιρα» είπε η κυρία Δώρα κι αφού έσβησε τα σκληρά φθοριούχα φώτα της τάξης άναψε τα λαμπάκια του μικρού Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Έπειτα τράβηξε μέχρι πέρα την κουρτίνα για να φαίνεται το χιόνι που σιγά σιγά έντυνε στα λευκά τα μαύρα κλαδιά των δέντρων που γρατζούνιζαν τη μεγάλη τζαμαρία της τάξης.
«Λοιπόν, αρχίζω» είπε η δασκάλα και η τάξη αμέσως ησύχασε.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και το κρύο πολύ τσουχτερό. Η μικρή Τέντυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά τη βαριά βελέντζα που ορθωνόταν πάνω της σαν βουνό και την καταπλάκωνε.
«Τη βλέπεις αυτή τη βελέντζα, Τέντυ;» της είχε πει κάποτε η μητέρα της. «Είναι της γιαγιάς σου, της μάνας μου. Την κουβάλησα από την Ελλάδα σαν να ήξερα ότι θα έκανε πολύ κρύο εδώ που ήρθαμε».
Στο παράθυρο πίσω από το ψηλό κεφαλάρι του κρεβατιού της μικρής Τέντυς το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα-καλή ώρα όπως πέφτει τώρα! Το πολύ σε μια ώρα θα σκέπαζε ολόκληρο το τζάμι και τότε δεν θα έβλεπε τα αχνά, κίτρινα φώτα του highway που ξεδιπλωνόταν σαν μεταξωτή κορδέλα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Σκαρφάλωσε προσεκτικά πάνω από το κοκαλιάρικο σώμα της μεγαλύτερης αδελφής της και κατέβηκε από το ψηλό, παλιομοδίτικο κρεβάτι. Φόρεσε τη χοντρή σαν πάπλωμα ρόμπα και τις γούνινες παντόφλες της και νυχοπατώντας βγήκε έξω στο σαλόνι που ήταν ακριβώς δίπλα. Η ογκώδης σόμπα που ήταν χωμένη μέσα στο ανενεργό τζάκι σιγόκαιγε έτοιμη να πει τη δική της καληνύχτα. Τυλίχτηκε σφιχτά μέσα στη μάλλινη κουβέρτα που ήταν αφημένη στον καναπέ και ξάπλωσε πάνω στη χοντρή μοκέτα. Θα περίμενε τον Αι Βασίλη! Σίγουρα θα είχε κιόλας ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι μαζί με το κοκκινομυταρά Rudolph και τα άλλα ταρανδάκια του! Σε λίγο θα άκουγε τα βήματά τους πάνω στη τσιμεντένια ταράτσα της οικοδομής τους.
Σε μια γωνιά του σαλονιού θριάμβευε το πανύψηλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φανταχτερά στολίδια του. Ήταν τόσο ψηλό που το μεγάλο φωτεινό αστέρι στην κορυφή του έξυνε ελαφρώς το ταβάνι. Μόλις πριν δυο μέρες το είχε κουβαλήσει στην πλάτη του ο πατέρας της… όπως έκανε κάθε χρόνο. Μύριζε πεύκο και οι βελόνες του ήταν ακόμα άθικτες πάνω στα χλωρά κλαδιά του. Στα δυο παράθυρα του σαλονιού μια σειρά από ηλεκτρικά κεριά έκαιγε στα περβάζια. Η αντανάκλαση τους φαινόταν στα παχνιασμένα τζάμια διπλασιάζοντας τη ζεστή τους λάμψη. Τι όμορφα που ήταν τα Χριστούγεννα!
Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Χριστούγεννα και μαζί με τους γονείς της και τις τρεις αδελφούλες της θα άνοιγε και φέτος τα δώρα της: παλτά, πουλόβερ, γάντια, κάλτσες, σκουφάκια κι άλλα όμορφα, ολοκαίνουργια ρούχα. Παιχνίδι, όμως, κανένα! Για κάποιο μυστήριο λόγο ο Αϊ Βασίλης ποτέ δεν της έφερνε παιχνίδια για τα Χριστούγεννα … και ήθελε τόσο πολύ μια κούκλα! Όχι ότι δεν αγαπούσε τις μικρές χάρτινες κούκλες που έκοβε από τα κόμικς που αγόραζε με τα λεφτά από τα μπουκάλια που μάζευε από τους δρόμους και εξαργύρωνε στο μαγαζί του γέρου Geffins. Τις αγαπούσε και πάρα πολύ μάλιστα! Τις είχε φτιάξει κι ένα όμορφο κουκλόσπιτο από τα κουτιά παπουτσιών που έφερναν σπίτι οι γονείς της από το εργοστάσιο που δούλευαν. Μια αληθινή, όμως, κούκλα, με σάρκα και οστά θα ήταν, ε πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα! Θα μπορούσε να την κρατάει αγκαλιά τα βράδια που κρύωνε ή και να τρώει μαζί της στο τραπέζι όταν οι γονείς της έλειπαν στη δουλειά κι αναγκαζόταν να γευματίσει μόνη της.
Νύσταζε πολύ και τα βλέφαρα της άρχισαν να βαραίνουν, η όραση της να θολώνει. «Όχι, όχι, δεν πρέπει να κοιμηθώ!» είπε και σκούντηξε τον εαυτό της. Τότε ήταν που έλαμψε μια ιδέα στο μυαλουδάκι της! Μήπως ο Αϊ Βασίλης δεν της έφερνε την κούκλα που ήθελε γιατί απλούστατα δεν του έγραφε ποτέ γράμμα; Άλλες χρονιές ήταν μικρή και δεν ήξερε να γράφει. Τώρα, όμως είχε μεγαλώσει και ήξερε να γράφει καλά. Πρώτη ήταν στην ορθογραφία στο σχολείο!
Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το μαρκαδόρο που είχε αφήσει στο τραπεζάκι νωρίτερα όταν ζωγράφιζε κι έτσι όπως ήταν μισοκοιμισμένη άρχισε να γράφει στο τοίχο πάνω στην ταπετσαρία με τα πράσινα και μοβ αγριολούλουδα.
Αγαπητέ Αϊ Βασίλη,
Ήμουν πολύ καλό παιδί φέτος, Πήρα και καλούς βαθμούς στο σχολείο, όλα Α. Για τα Χριστούγεννα μπορείς να μου φέρεις, σε παρακαλώ, μια κούκλα γιατί δεν έχω αληθινή κούκλα, μόνο κάτι χάρτινες.
Ευχαριστώ πολύ και καλό σου ταξίδι!
Τέντυ
Με την ελπίδα της αγκαλιά αφέθηκε στο γλυκό νανούρισμα του χιονιού κι έκλεισε τα μάτια της. Όχι, όμως, για πολύ! Κάποια στιγμή η παγωμένη ανάσα της νύχτας εισχώρησε στο σπίτι από παντού και το διαπεραστικό κρύο τη ξύπνησε. Τουρτουρίζοντας έτρεξε να ξαναχωθεί στη ζεστασιά του κρεβατιού της αγκαλιά με την αδελφούλα της.
Το πρωί ξύπνησε από τις χαρούμενες σαν χαρμόσυνες καμπάνες φωνές που έφταναν στα αυτιά της. Άνοιξε τα μάτια της κι αμέσως θυμήθηκε πως ήταν Χριστούγεννα. Ο Αϊ Βασίλης σίγουρα θα είχε έρθει! Έτρεξε στο σαλόνι ελπίζοντας πως αυτήν τη φορά ο Santa Claus, έτσι τον λέγανε σ’ αυτήν τη χώρα, θα της έκανε το χατίρι και θα της έφερνε την κούκλα που τόσο μα τόσο πολύ λαχταρούσε. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη κάτω από το δέντρο και την περίμενε ... όλοι εκτός από τη μητέρα της.
«Πού είναι η μαμά;» ρώτησε.
«Τώρα να δεις τι έχεις να πάθεις» είπε χαιρέκακα η μικρή της αδελφούλα, η Τίνα, δείχνοντας τον μουτζουρωμένο τοίχο.
Πω πω! Το είχε ξεχάσει! Σίγουρα την περίμενε μεγάλη τιμωρία για τη ζημιά που προκάλεσε.
«Τέντυ, εσύ έγραψες πάνω στον τοίχο με μαύρο μαρκαδόρο;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της να φωνάζει από την κουζίνα. Μέχρι να σηκωθεί από το πάτωμα, η φιγούρα της μητέρας της στεκόταν απειλητικά στη κάσα της πόρτας.
«Ναι, μαμά, εγώ» είπε και κρέμασε το κεφαλάκι της. «Σου ζητώ συγνώμη».
«Μπορείς να μου πεις τουλάχιστον τι λέει αυτή η μουτζούρα;»
Η μητέρα της δεν ήξερε Αγγλικά παρά τα πολλά χρόνια που είχε στην Αμερική.
« Είναι ένα γράμμα για τον Αϊ Βασίλη. Του ζητάω μια κούκλα για τα Χριστούγεννα».
Η μητέρα της σκούπισε τα χέρια της πάνω στην ποδιά της και χωρίς να πει κουβέντα χαμήλωσε το βλέμμα της σαν να ντρεπόταν για κάτι. «Χμμμμ» σκέφτηκε η μικρή Τέντυ «τι περίεργο κι αυτό! Γιατί να ντρέπεται η μητέρα της που ο Αϊ Βασίλης δεν την έφερνε μια κούκλα; Περίεργοι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι!»
«Ευδοξία, μη το μαλώνεις το παιδί τέτοια μέρα που είναι! Θα τον φτιάξω τον τοίχο. Κράτησα λίγη ταπετσαρία. Θα την αλλάξω» είπε ο πατέρας της.
«Άντε καλά! Χρόνια πολλά, λοιπόν, ο Θεός να μας έχει πάντα καλά!» είπε χαρούμενα η μητέρα της. «Ας ανοίξουμε τώρα τα δώρα μας!»
Η μικρή Τέντυ ξανακάθισε στο πάτωμα κι ένα ένα άνοιξε τα δώρα της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά σαν να πηδούσε σκοινάκι. Μια φούστα, ένα πουλόβερ, γάντια, σκουφί κι ένα ζευγάρι λουστρίνια παπούτσια. Καμιά, όμως, κούκλα! Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη αλλά η μικρή μας ηρωίδα από τη φύση της ήταν πολύ χαρούμενο κι αισιόδοξο παιδάκι έτσι δικαιολόγησε τον Αϊ Βασίλη που σίγουρα θα είχε τους λόγους του και συνέχιζε να χαίρεται με την καρδιά της.
«Μη στενοχωριέσαι, Τέντυ. Θα σου την πάρω εγώ την κούκλα μόλις πληρωθώ από τη βραδινή μου δουλειά» είπε ο γλυκούλης ο πατέρας της.
«Δεν πειράζει, μπαμπά. Ξέρω πως δεν έχουμε πολλά λεφτά. Εξάλλου έχω τις χάρτινες κούκλες μου. Μια χαρά είναι κι αυτές».
«Άντε, πάμε τώρα να φάμε» είπε η μαμά της σαν να ήθελε να βάλει γρήγορο τέρμα στη συζήτηση για την κούκλα.
Το πρωινό τους ήταν πλούσιο: corn muffins του μπαμπά και λαλαγγίτες της μαμάς. Με μπόλικο σιρόπι! Αχ, τι ωραία να ήταν Χριστούγεννα κάθε μέρα!
«Πάμε να παίξουμε με τα χιόνια;» πρότεινε η Ειρήνη, η δεύτερη μεγαλύτερη αδελφούλα της μόλις τελείωσε και την τελευταία μπουκιά της.
«Αχ, ναι! Πάμε! Πάμε! Έλα Τίνα! Ντύσου! » είπε η μικρή Τέντυ χοροπηδώντας από τη χαρά της.
«Εγώ δεν έρχομαι» είπε η Τίνα. «Θα μείνω εδώ να δω καρτούν!» Η Cynthia ως συνήθως είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα στο δωμάτιό της.
Φόρεσαν τα καινούργια τους παλτά, τα γάντια και τα σκουφάκια τους και ξεμύτισαν δειλά δειλά στην παγωνιά που τους έκοβε την ανάσα. Οι χιονοστιβάδες λαμπίριζαν σαν βουνά από ζάχαρη μέσα στο χειμωνιάτικο ήλιο.
«Πάμε να δούμε αν έφεραν τα καινούργια κόμικς;» είπε η Ειρήνη.
«Πάμε! Εγώ θα πάρω ρούχα για τις κούκλες μου!»
«Κούκλες τις λες αυτές τις χάρτινες αηδίες που μαζεύεις;»
«Μια χαρά είναι οι κούκλες μου. Εγώ τις αγαπώ!»
Στην επιστροφή έπαιξαν χιονοπόλεμο και φτιάξανε κι έναν μικρό χιονάνθρωπο πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου. Βρήκαν και κάμποσα μπουκάλια και τα πήγαν στο μαγαζί του γέρου Geffin για να τα ανταλλάξουν για καραμέλες και μαστίχες . Μόλις άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες του Jingle Bells.
«Merry Christmas, Mr Geffin!»
«Merry Christmas, girls!»
Η Τέντυ έτρεξε κατευθείαν στη μεγάλη γυάλινη σφαίρα που ήταν φίσκα από στρόγγυλες χρωματιστές μαστίχες. Χωμένα ανάμεσα τους υπήρχαν και μερικά πανέμορφα χρυσά δακτυλίδια σε μικρές πλαστικές θήκες. Έβαλε μέσα αρκετά σεντς ελπίζοντας να κερδίσει ένα από τα δακτυλίδια αλλά ούτε κι εκεί στάθηκε τυχερή. Αφού αγοράσανε διάφορα ζαχαρωτά και μπιχλιμπίδια σφίξανε τα δόντια τους και ξαναβγήκαν στο κρύο. Ο ήλιος ήταν άφαντος και το χιόνι είχε αρχίσει και πάλι να πέφτει δυνατά.
«Άντε πάμε σπίτι τώρα, θα μας περιμένουν για φαγητό» είπε η Ειρήνη. «Ο μπαμπάς θα φτιάξει λαζάνια και η μαμά πίτα».
Προχώρησαν προσεκτικά χέρι χέρι για να μη φάνε καμιά βούτα και σπάσουν κανένα πόδι. Το χιόνι όλο και πύκνωνε. Με δυσκολία έβλεπαν μπροστά τους. Ξαφνικά μέσα από τη διάχυτη ασπρίλα ένας ιερέας ξεπρόβαλλε μπροστά τους. Σαν από το πουθενά. Παραλίγο να έπεφταν πάνω του.
«Merry Christmaς, young ladies».
«Merry Christams, Father». Ο ιερέας έσκυψε στο ύψος της Τέντυς. «Here, little one, this is for you» είπε και της έδωσε ένα πολύ μεγάλο κουτί συσκευασμένο με ασημόχαρτο και χρυσαφί κορδέλες.
Η Τέντυ κοίταξε την αδελφή της σαν να τη ρωτούσε αν έπρεπε να δεχτεί το δώρο.
«Πες ευχαριστώ και παρ’ το» είπε η Ειρήνη.
«Τhank you, Father» είπε ντροπαλά και του φίλησε το χέρι.
Μόλις βεβαιώθηκαν πως είχε απομακρυνθεί ο ιερέας κάθισαν σ’ ένα χιονισμένο σκαλοπάτι κι άνοιξαν το κουτί. Το σαγόνι της Τέντυς έπεσε μερικά εκατοστά …τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή της! Μέσα σ’ ένα κουτί υπήρχε μια πανέμορφη κούκλα με μεγάλα γαλανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Φορούσε μια κόκκινη φορμίτσα κι ένα κόκκινο σκουφάκι ακριβώς σαν το Santa! H κούκλα είχε και όνομα! Τη λέγανε Sweet Tums, έτσι έλεγε το κουτί και ήταν η πιο όμορφη κούκλα του κόσμου!
«Αυτά παιδάκια μου» είπε η κυρία Δώρα κι ξανάναψε τα φώτα. «Σας άρεσε η ιστορία μας;»
«Ναι, ναι, κυρία!» είπε ο Παύλος.
«Τέλεια ήταν, κυρία!»σιγοντάρισε η Παυλίνα.
«Μας τη ξαναλέτε;» ρώτησε ο Μιχαλάκης.
Ένα σηκωμένο χεράκι φάνηκε στο βάθος της τάξης. Ήταν ο μικρός Μάνος.
«Να σας ρωτήσω κάτι, κυρία;»
«Ναι, φυσικά, Μάνο. Τι θες;»
«Δηλαδή ο Άγιος Βασίλης υπάρχει, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει αν πιστεύουμε ότι υπάρχει. Και όπως είδατε μας έρχεται μεταμφιεσμένος με πολλά πρόσωπα!»
Ο Μάνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και απευθυνόμενος στους συμμαθητές του είπε: «Δεν σας το’ λεγα, ρε μάγκες; Σας το’ λεγα! Αλλά δεν με πιστεύατε! Φάτε την τώρα!»
«Μάνοοοοοοοοο!!!!!!!!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου