Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Aπόσπασμα από το βιβλίο μου


Η πιο, όμως, ξεκαρδιστική ζαβολιά της ήταν το περιστατικό με το μπρελόκ.  Η Τζένη είχε βρει σ’ ένα μαγαζί λαϊκής τέχνης μια περίεργη μολυβοθήκη-μπρελόκ. Ήταν ένα μικρό, μακρόστενο φέρετρο, ίσα ίσα που χωρούσε ένα μολύβι.  Στο πάνω μέρος του φέρετρου υπήρχε ένα κουμπί.  Όταν το πατούσες άνοιγε απότομα το καπάκι του φέρετρου κι πεταγόταν το παπάρι ενός σκελετού σε πλήρη στύση.  Μια μέρα το έφερε στο μάθημα των Λατινικών.  Πού αλλού θα μπορούσε να το φέρει; Έτσι εύκολα θα γλίτωνε ο τσεκούρης; Θυμάμαι πως γράφαμε διαγώνισμα εκείνη τη μέρα.  Όταν ο καθηγητής είδε πως δεν έγραφε τίποτα, έκανε το λάθος (μερικοί άνθρωποι είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως) και την πλεύρισε.  Αφού βεβαιώθηκε πως η κόλλα με τα θέματα ήταν γυρισμένη κανονικά, τη ρώτησε γιατί δεν έγραφε.
            «Μα, κύριε» τραύλιζε η Τζένη, «κάτι έχει η μολυβοθήκη μου και δεν μπορώ να την ανοίξω να πάρω το στυλό μου.  Μήπως μπορείτε να μου την ανοίξετε εσείς;»
            Την πήρε ο ανύποπτος φουκαράς στα χέρια του και πάτησε το κουμπί.  Μόλις είδε το παπάρι του σκελετού να σημαδεύει το κούτελό του, έκλεισε γρήγορα το καπάκι, άρπαξε την κόλλα της Τζένης, και με μια αγριοφωνάρα που μας έκανε όλους  να πεταχτούμε από τις θέσεις μας, ούρλιαξε: «ΕΞΩ!!» και της έδειξε την πόρτα.
            «Μάλιστα, κύριε» του είπε με ήρεμη φωνή η Τζένη. «Θα φύγω. Μήπως όμως μπορείτε να μου δώσετε πίσω την μολυβοθήκη μου;  Εκτός κι αν θέλετε να την κρατήσετε εσείς.  Δεν θα με πείραζε καθόλου.  Είχε πολλές στο μαγαζί που την αγόρασα. Μπορώ να αγοράσω άλλη.  Μάλιστα είχε μερικές, πως να το πω τώρα, μεγαλύτερες. Καταλάβατε τι θέλω να πω,  έτσι δεν είναι;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου