«Μα, κύριε» τραύλιζε η Τζένη, «κάτι έχει η μολυβοθήκη μου και δεν μπορώ να την ανοίξω να πάρω το στυλό μου. Μήπως μπορείτε να μου την ανοίξετε εσείς;»
Την πήρε ο ανύποπτος φουκαράς στα χέρια του και πάτησε το κουμπί. Μόλις είδε το παπάρι του σκελετού να σημαδεύει το κούτελό του, έκλεισε γρήγορα το καπάκι, άρπαξε την κόλλα της Τζένης, και με μια αγριοφωνάρα που μας έκανε όλους να πεταχτούμε από τις θέσεις μας, ούρλιαξε: «ΕΞΩ!!» και της έδειξε την πόρτα.
«Μάλιστα, κύριε» του είπε με ήρεμη φωνή η Τζένη. «Θα φύγω. Μήπως όμως μπορείτε να μου δώσετε πίσω την μολυβοθήκη μου; Εκτός κι αν θέλετε να την κρατήσετε εσείς. Δεν θα με πείραζε καθόλου. Είχε πολλές στο μαγαζί που την αγόρασα. Μπορώ να αγοράσω άλλη. Μάλιστα είχε μερικές, πως να το πω τώρα, μεγαλύτερες. Καταλάβατε τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου