Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Μια κραυγαλεά φωνή μ' επανέφερε στην πραγματικότητα:  Read all about it! Read all about it! Turks Invade Cyprus! Turks Invade Cyprus! Το βιβλίο έπεσε από τα χέρια μου και μια παγερή ριπή ανέμου έκανε το κορμί μου να αναριγήσει.  

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Αυτήν τη δουλειά τη μίσησα σχεδόν όσο μίσησα το αφεντικό μου, ένας κοντός, γλοιώδης Πελοποννήσιος που εκτός του ότι πασάλειβε κάθε πρωί τα μαλλιά του με τόνους μπριγιαντίνη είχε και ένα μυτερό, μακρύ νύχι στο μικρό του δαχτυλάκι και μ’ αυτό  πότε σκάλιζε τη μύτη του και πότε τα αχαμνά του.  Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι εισπράξεις της ημέρας και ο ποπός μου που δεν έχανε ευκαιρία να τον χουφτώνει όταν νόμιζε πως κανείς δεν τον έβλεπε.  Όλη μέρα ζύγισα τις βρωμοπατάτες του, τα κρεμμύδια του, τα  μήλα του και αλλά σάπια ζαρζαβατικά χωρίς αυτός ν’ αφήνει τα μάτια του από πάνω μου μήπως και κάνω κανένα λάθος στην ταμειακή μηχανή και χρεώσω λιγότερα ή δώσω λάθος ρέστα  Δεν έχανε ευκαιρία να με επιπλήττει για τα λάθη μου, λες και εγώ είχα γεννηθεί μπακάλισσα.   Ευτυχώς δεν έμεινα πολύ σ’ αυτή τη δουλειά γιατί μετά από περίπου δύο εβδομάδες έβαλα το πόδι μου κάτω και  απλά αρνήθηκα να ξανάπαω.  Χρόνια αργότερα έμαθα πως η γυναίκα του κυρ Μανώλη, έτσι τον λέγανε το λεχρίτη, τον παράτησε και έφυγε μ’ ένα τεκνό δεκατρία χρόνια νεότερο της.  Χίλια μπράβο στην κυρία!

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Μόλις βγήκα έξω, η ζέστη υψώθηκε μπροστά μου σαν απτός τοίχος πάνω στον οποίο έπεσα με φόρα. Πήρα το ποδήλατο μου και συνέχισα την περιπλάνηση μου στους δρόμους και τις συνοικίες της πόλης. Αποφάσισα να πάω στο Cambridge, στην απέναντι όχθη του ποταμού Charles, εκεί που ήταν το πανεπιστήμιο του Harvard και όλοι οι κουλτουριάρηδες της Βοστόνης: οι καλλιτέχνες οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι φοιτητές και άλλοι εκπρόσωποι της σύγχρονης Αμερικανικής αστικής κουλτούρας.  Στο Cambridge έπνεε άλλος αέρας, περισσότερο ευρωπαϊκός, μια πραγματική Montmartre με πολλά και διάφορα happenings, υπαίθρια café, ωραίες μπουτίκ και αναρίθμητα βιβλιοπωλεία.  Και τι δεν έβλεπες στο Cambridge! Φρικιά, διανοούμενοι, σπουδαστές, περιθωριακοί, πρεζάκηδες, χίπηδες, απ’ όλα είχε ο μπαξές, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, o καθένας με τη δική του ιδιαιτερότητα, ο καθένας κάνοντας «his own thing» που σήμαινε, με λίγα λόγια, ότι του ερχόταν του καθενός στο κεφάλι να κάνει.
Πάρκαρα το ποδήλατο μου σ’ έναν από τους ειδικούς χώρους που υπήρχαν για τα δίτροχα και προχώρησα προς την πλατεία με τα πόδια. Κάθε τόσο και λιγάκι σταματούσα στις βιτρίνες και χάζευα τα διάφορα αξιοπερίεργα  εκθέματα. Ότι έβαζε και δεν έβαζε ο νους σου έβρισκες! Υπήρχε κάτι για όλα τα γούστα: Ινδικά ρούχα, Αφρικάνικη τέχνη, Ασιατικές λιχουδιές μέχρι και μαγαζί με Ελληνικές φουστανέλες και κομπολόγια βρήκα!  Και όλα αυτά κάτω από ένα τεράστιο πράσινο σκέπαστρο δέντρων των οποίων οι ηλιόλουστες φυλλωσιές  δημιουργούσαν δροσερές, παιχνιδιάρικιες σκιές  στα πεζοδρόμια και στους δρόμους.   
Πλησίαζα την κεντρική πλατεία όταν διαπίστωσα πως ήταν αδύνατον να προχωρήσω άλλο με το ποδήλατο. Δεν άργησα να καταλάβω πως είχα φρακάρει στις άκρες μιας διαδήλωσης.  Άκουσα φωνές εκατοντάδων ανθρώπων να υψώνονται σαν χορωδία δυνατά πάνω από τα κεφάλια μας. Βάλθηκα να σπρώχνω τον κόσμο με τους αγκώνες μου, μια δεξιά μια αριστερά (Ελληνικό κόλπο αυτό) και με τα πολλά σπρωξίματα κατάφερα να πλησιάσω αρκετά κοντά για να δω τι γίνεται. Το σκηνικό μου ήταν πάρα πολύ γνωστό από την Ελλάδα: πλακάτ, πανό, συνθήματα, συνωστισμός, λαϊκή οργή.  IMPEACH ΝIXON!  Κατάλαβα αμέσως! Το σκάνδαλο Watergate που συγκλόνιζε την Αμερική εκείνη την εποχή.  Από διαδηλώσεις είχα μπουχτίσει κι έτσι απομακρύνθηκα από την πλατεία και συνέχισα τη βόλτα μου μέσα στα στενά του Cambridge.  Βιβλιοπωλεία, μαγαζιά με αντίκες, φαστφουντάδικα, εστιατόρια Γαλλικά, Ιταλικά, Ελληνικά, μπουτίκ, μια αληθινή έκρηξη χρωμάτων και παραστάσεων που θα ζήλευε ακόμα και η πλατεία Djemaa el Fna στο Marrakesh. Καθώς περπατούσα κυλώντας το ποδήλατο δίπλα μου είδα μια πολύ όμορφη ξύλινη χειροποίητη ταμπελίτσα που έλεγε «The Algiers Café». 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου

Αφού είχε κάπως καταφέρει να ησυχάσει τη ξυλοδαρμένη από τις αναμνήσεις ψυχή της, ξετυλίχτηκε από την εμβρυακή στάση που είχε πάρει στον καναπέ νιώθοντας το σώμα της σαν ένα τσαλακωμένο χαρτί που έπασχε να το ισιώσει. Ο Πουσίνκο είχε αποκοιμηθεί πάνω στην κοιλιά της όπως συνήθιζε να κάνει τότε που ο ομφαλός της ήταν ένα μικρό βαθούλωμα στο κέντρο της σφικτής κοιλιάς που εκτεινόταν κάτω από τα σφριγηλά, ολόγιομα σαν λευκά φεγγάρια στήθη της νιότης της. Τον μάζεψε στην αγκαλιά της προσέχοντας να μη τον ξυπνήσει και τον ακούμπησε πάνω στα πορτοκαλί ινδικά μαξιλάρια που διακοσμούσαν την πλάτη του καναπέ. 

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


        Μόλις τους είδε ο Andrew είπε κοφτά και κατηγορηματικά: «Πράκτορες της CIA».  Όταν τον  άκουσα να τους αποκαλεί έτσι, και μάλιστα με την ίδια απόλυτη εκνευριστική σιγουριά με την οποία εξέφραζε όλες τις εξοργιστικές του απόψεις, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
          «Αμάν, βρε Andrew. Όλους ρουφιάνους ή κατάσκοπους τους βλέπεις. Πάσχεις από μανία καταδίωξης, το ξέρεις;  Άντε πια!  Έλεος! Παντού βλέπεις εχθρούς!» 
            «Θα το δεις. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η αμερικάνική σου αφέλεια, δεν λέω, είναι χαριτωμένη, όμως, όπως πάντα αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας».
            «Ενώ η δικιά σου η ελληνική καχυποψία αγγίζει τα όρια της παράνοιας» ανταπάντησα, προσβεβλημένη που ακόμη μια φορά επιδίωκε να μειώσει τη νοημοσύνη μου.
            «Καλά, καλά! Εδώ είμαστε και θα το δεις» είπε εμφατικά.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


         «Ας μ’ ακούσουν.  Αυτό θέλω κι εγώ.  Να’ χουν να γεμίζουν τους φακέλους τους οι μπάσταρδοι στην ασφάλεια. Και ρύζι να φας σε αυτήν τη χώρα κομμουνιστής γίνεσαι. Το θέατρο του παράλογου, σου λέω.  Κανείς δεν γλιτώνει, ούτως ή άλλως, οπότε, τι πειράζει που μιλάω;»
            Αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να του διηγηθώ την περιπέτεια μου στην ασφάλεια, με τη μππάτησε λούζα και τον διοικητή.  Αφού τελείωσα την αφήγησή μου, τα γέλια, κάνοντας αρκετά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος μας.
            «Καλά τους έκανες.  Έπρεπε όμως να τη βγάλεις τη μπλούζα. Τότε να δεις τι θα γινόταν! Θα τον έστελνες τον άνθρωπο.  Εκατό μαλακίες θα τραβούσε πάνω στη φωτογραφία του Γιωργάκη!»  
            «Λες, δηλαδή, να μ΄ έχουν φακελώσει και μένα;»
«Και το ρωτάς;  Πλάκα έχετε εσείς τα Αμερικανάκια! Και, βέβαια, σ΄ έχουν φακελώσει. Το περιστατικό με το μπλουζάκι, φαντάζομαι, πως έπιασε αρκετές σελίδες. Και τώρα που κάθεσαι εδώ και συζητάς μαζί μου, οι χαφιέδες του Γιωργάκη εδώ μέσα, πρώτος και καλύτερος ο Νικήτας, σ’ έχουν ήδη τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί. Να διαλέγεις πιο προσεκτικά τις παρέες σου» είπε και μου έκλεισε το μάτι.
«Μήπως είσαι λίγο παρανοϊκός;»
            «Μήπως είσαι λίγο χαζούλα;»

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011


Η μαυροφορεμένη γυναίκα που καθόταν στον υπολογιστή της μόλις είχε υποστεί ένα μικρό σοκ.  Δεν πίστευε σ’ αυτό που έβλεπαν τα μάτια της.  Η διεύθυνση που είχε μπροστά της, στα εισερχόμενα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της, είχε το δικό του όνομα.   Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά για ένα δευτερόλεπτο και μετά άρχισε να μπουμπουνίζει δυνατά σαν τη σόμπα που έκαιγε πυρετωδώς στην κουζίνα του σπιτιού της.  Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, κάποιο λάθος θα είναι ή κάποια κακόγουστη φάρσα. Ανυπομονούσε να ανοίξει το e-mail αλλά της ήταν αδύνατον να κάνει το απαραίτητο κλικ πάνω στο όνομά του. Τα χέρια της αιωρούνταν πάνω από το πληκτρολόγιο σαν δύο παγωμένες φτερούγες, ανίκανες να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Σκέφτηκε, μ΄ ένα ελαφρό τσιμπηματάκι ενοχής,  πως λίγο ουισκάκι θα την βοηθούσε να μαζέψει το κουράγιο της. Αφού πρώτα υποσχέθηκε στον εαυτό της να πιει μόνο ένα ποτηράκι και ούτε σταγόνα παραπάνω, σηκώθηκε απρόθυμα από την καρέκλα της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.  Έριξε δύο μεγάλα ξύλα στη σόμπα και μετά ξέθαψε το μπουκάλι ουίσκι που είχε καταχωνιάσει στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη.  Έβαλε μια αρκετά γενναία ποσότητα σ’ ένα χαμηλό ποτήρι και κρατώντας στο ένα χέρι τη μπουκάλα και στο άλλο χέρι το ποτήρι, επέστρεψε στο μεγάλο, ξύλινο τραπέζι με τα σκαλιστά λιονταρίσια ποδιά που αυτός, αυτός που τώρα την έψαχνε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή της, είχε αγοράσει πριν πολλά χρόνια.  Ήταν το μοναδικό έπιπλο που είχε κρατήσει. Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και άνοιξε το play list στο youtube με τα αγαπημένα της Γαλλικά τραγούδια.  Πάτησε το Play all και αμέσως το δωμάτιο πλημμύρισε με την υπέροχη, βελούδινη φωνή του Charles Asnavour.  Je vous parle d ´un temps ...Que les moins de vingt ans ... Ne peuvent pas connaitre ... Monmatre en ce temps la ...
            Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της είδε τη Μονμάρτη: τις ανθισμένες πασχαλιές, τους περιπλανώμενους ζωγράφους με τα καβαλέτα τους, τα γραφικά σοκάκια με τα ρετρό φαναράκια να κρέμονται από τους πολύχρωμους τοίχους, τα όμορφα bistro και καφέ με τα  στρόγγυλα, κομψά τραπεζάκια τους έξω στα σκιερά πεζοδρόμια.  Είδε τον καθεδρικό ναό της Sacre Coeur να ορθώνεται επιβλητικά σαν άγρυπνος φρουρός πάνω από το Παρίσι που σαν παραδομένη ερωμένη άπλωνε τα κάλλη της μέχρι τον καταγάλανο ορίζοντα.   Είδε τον Χαμίντ να την κρατάει από το χέρι, να την σφίγγει κοντά του, να ραίνει το κεφάλι της με φιλιά.    Ήταν και οι δύο είκοσι χρονών και τρελά  ερωτευμένοι.  La bohemeLa bohemeCa voulait dire on a vingt ans …  La bohème … la bohème…Et nous vivions de l´air du temps ...

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Και εκεί που πήγα να ορθοποδήσω, έστω και κουτσαίνοντας στο ένα πόδι, ο ουρανός έσπασε σαν τζάμι καρφώνοντας το μεγαλύτερο και αιχμηρότερο κομμάτι του κατευθείαν στο κέντρο της καρδιάς μου. Τότε είδα τη σαρκοφάγo άβυσσο που είχε ρουφήξει μέσα στην κοιλιά της τη Υασμίνα να καταβροχθίζει αλύπητα το Μπεν.  Τον βρήκαν να κρέμεται από το μπρούντζινο μπαρόκ πολυέλαιο της νοικοκυράς του, εκείνο με τα κατασκονισμένα αγγελούδια που έτρεχαν το ένα πίσω από τ’ άλλο με τις σάλπιγγες στο στόμα τους, εκείνον που τα Χριστούγεννα ο Μπεν στόλιζε με πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν χαρωπά.  Κάτω από τα ποδιά του βρήκαν μια αναποδογυρισμένη καρεκλά και τα σπασμένα γυαλιά ενός JohnnyWalker.
Ο θάνατος του Μπεν με έστειλε σε μια ελικοειδή ελεύθερη πτώση κατευθείαν στα άδυτα της κόλασης. Για ένα χρόνο βυθίστηκα σε μια κατάσταση απύθμενης κατάθλιψης. Δεν ήθελε να φάω, δεν ήθελε να λουστώ, δεν ήθελα να βγω από το σπίτι, δεν ήθελε απολύτως τίποτα. Αυτός είναι ο αληθινός θάνατος· η έλλειψη επιθυμίας για το οτιδήποτε. 

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Ένα παχύ δάκρυ κατρακυλάει αργά πάνω στο μάγουλό της και πιτσιλάει το πληκτρολόγιό της. Έτσι δολοφόνησε τη Υασμίνα· το γλυκό της κοριτσάκι που κατέληξε μια άμορφη κόκκινη μάζα στους υπόνομους της πόλης μαζί με τους αρουραίους.  Ήταν σίγουρη πως όλη η κακομοιριά που συνάντησε στο διάβα της ζωής της οφειλόταν στο έσχατο αυτό αμάρτημα ενάντια στη φύση. Ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο. Με την πράξη της αυτή είχε συσσωρεύσει ένα σωρό κακό κάρμα που όχι μια ζωή αλλά ούτε δέκα ζωές δεν θα έφταναν να ξεπληρώσει το χρέος της στο δίκαιο αυτό νόμο του σύμπαντος
Ένα κύμα ναυτίας γιγαντώθηκε μέσα της και έτρεξε στο μπάνιο να προλάβει το ξερατό που είχε πήξει σαν τσιμέντο στο λαιμό της.