Aπόψε περιπλανήθηκα στο supermarket του Ginsberg
τo ψυχρό νέον φως μπουσουλούσε στους διαδρόμους
σκαρφάλωνε με τα νύχια του τη ραχοκοκαλιά μου
ανατρίχιασα αλλά απτόητος συνέχισα τη μεταμεσονύχτια βόλτα μου
και κατευθυνόμενος προς το τμήμα με τα οπωροκηπευτικά
εξαπίνης ξεπρόβαλλε μπροστά στα μάτια μου ο Ginsberg
κάπου καταχωνιασμένος
ανάμεσα στα σάπια δαμάσκηνα και τα μελανιασμένα αβοκάντο
με τόνα του χέρι χαίδευε το Φύλλα Χλόης του Walt Whitman
με τ' άλλο τους κυματιστούς κίτρινους πεπονόλοφους
χώνοντας τα ρουθούνια του στις μαλακές μεστές κοιλιές τους
κοκκίνισα από ντροπή - κάτι αξιολύπητο μου έβγαζε ο ποιητής-
μου θύμιζε τη δική μου
παλλόμενη μοναξιά
συνέχισα την περιήγησή μου - ολίγον υποψιασμένος
συλλογιζόμενος την κοινή μοίρα των ανθρώπων
όταν από κοπανιστό αέρα ανάμεσα στις καυτές πιπεριές
και τα μαραμένα σελινόφυλλα νάτος και ο Edgar Allan Poe
λιπόσαρκος σαν τον μπαμπούλα της γειτονιάς μου
ντυμένος πατόκορφα στα μαύρα μ' εκείνο το ηλίθιο κοράκι
εκθρονισμένο στον έναν του ώμο να κραυγάζει συνεχώς
Ποτέ ξανά! Ποτέ ξανά! Ποτέ ξανα!
ενώ τσιμπολογούσε τη σάρκα καθημαγμένων ντοματών
χυμώδεις σαν τις γερασμένες πόρνες στις βιτρίνες του Amsterdam
φρίκαρα και τρέχοντας περίτρομος
σκόνταψα πάνω στο Rudyard Kipling
να κάθεται μόνος μονολογώντας - if, if, if, if, if, if - ad nauseam
πιο άχρηστη λέξη δεν έχω ξανακούσει
ζήτησα συγνώμη και συνέχισα την αλλοπρόσαλλη οδύσσειά μου
φτάνοντας στο πίσω μέρος με τους παχνιασμένους καθρέφτες
απ' όπου έβλεπα σε πολλαπλά αντίφραφα
τον κουλό αμφιδέξιο νάνο του Archibald MacLeish
να βάζει φωτιά στο χοντρό δάκτυλο του ποδιού του
αρκετά είχα δει σ΄αυτό το μουρλοθέατρο μπακάλικο της συμφοράς
και άνοιξα το βήμα μου να φύγω
όταν ω θαύμα νάτος και ο σωσίας του Walt Whitman
ανάμεσα στα κρεμαστά χοιρομέρια και τα ακέφαλα μοσχάρια
με τη μυτερή γενειάδα του να δείχνει προς την έξοδο
σαν να μου'λεγε 'φυγε φύγε' πριν είναι αργά
ένιωσα το κρύο να με περονιάζει
τουρτούριζοντας χώθηκα σαν τη χελώνα μες στο πανωφόρι μου
και με σκυμμένο το κεφάλι ελίχθηκα σαν αρουραίος
μέσα στο λαβύρινθο των στριφτών διαδρόμων
σταματώντας μόνο για ν' αρπάξω ένα μεγάλο μπουκάλι bourbon
τέλος έφτασα στο ταμείο όπου ένας κουκουλοφόρος
στριφογυρίζοντάς σαν μαζορέτα ένα μακρύ κοντάρι
πήρε τα λεφτά από τη χούφτα μου και χωρίς να πει κουβέντα
σηκώσε το χέρι του δείχνοντας τη φωτεινή επιγραφή EXIT
που αναβόσβηνε πάνω από την ανύπαρκτη πόρτα
του supermarket του Ginsberg