Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Τη μέρα που ο Μεγάλος Σεισμός ταρακούνησε τα μυαλά των ανθρώπων, ένα ολόκληρο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας βυθίστηκε στο πένθος. Η όμορφη γυναίκα του Γιώτα, η Ξία, είχε φέρει στον κόσμο το τρίτο κατά σειρά κορίτσι του ζευγαριού. Όλεθρος μεγάλος και από το σεισμό φοβερότερος!
     Οι κραυγές της λεχώνας έφτασαν μέχρι την εκκλησία την ώρα που ο παπάς μεταλάμβανε τους πιστούς του. Το δισκοπότηρο έπεσε από τα χέρια του και έτρεξε άρον άρον, ξωπίσω του και το ποίμνιό του, στο φτωχικό του Γιώτα και της Ξίας. Όρμησαν όλοι μαζί μέσα στο μαγειρειό σαν σμήνος αγριεμένων μελασών. Οι φωνές του μωρού έκαναν τη γη να τρέμει και τα τζάμια να τρίζουν. Μπήκαν σύσσωμοι στην κάμαρα με το τζάκι και είδαν την κούνια του μωρού να κουνιέται πέρα δώθε σαν χαρμόσυνη καμπάνα. Έσκυψαν πάνω από την κούνια και έκπληκτοι αντίκρισαν ένα πλασματάκι, κακάσχημο, με πυρρόξανθα μαλλιά και ένα μικρό κόκκινο σημάδι σαν φλογίτσα ανάμεσα στα ξανθά του φρύδια. Το φασκιωμένο νεογνό χτυπιόταν μέσα στην κούνια του σαν μικρή νεκραναστημένη μούμια.
     «Τι σμαδ είνι τούτου 'δω» ρώτησε πρώτη και καλύτερη η Κλεισάρω, η χοντρή θεία του μωρού.
     «Είν' δμονσμέν! Δεν βλεπς το σμαδ;» είπε η Στεργιάνω, η αδύνατη θεία του μωρού και ζήτησε από τον παπά να διαβάσει τη μικρή.
      Ο παπάς διάβασε τη μικρή αλλά οι προσευχές του δεν έπιασαν τόπο. Η λιλιπούτεια μούμια μέσα στην κούνια συνέχιζε να ουρλιάζει. Την κούνησε ο ένας, την κούνησε ο άλλος, όλοι με τη σειρά, του κάκου όμως γιατί το κοριτσάκι δεν σταμάταγε το κλάμα.
     «Ουστ άπου ' δω! Θκιαμ είνι ιγγονή» βρόντηξε ο μπάρμπα Βαγγέλης, ο παππούς της μικρής, και τους έκανε όλους πέρα. Άπλωσε το χέρι του στην κούνια και ως δια μαγείας, το κλάμα σταμάτησε. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, αν τολμούσε κανείς να αγγίξει την κούνια του μωρού, όλο το χωριό έχανε τον ύπνο του.
     Λίγες μέρες αργότερα το κοριτσάκι αρρώστησε βαριά. Το κόκκινο σημάδι είχε απλωθεί πατόκορφα στο κορμάκι του. Τη νύχτα που χαροπάλευε, οι μαυροφορεμένες γυναίκες του χωριού συγκεντρώθηκαν γύρω από τη κούνια του μωρού, και μ' ένα κερί στο χέρι, βάλθηκαν να κρατήσουν αγρυπνία περιμένοντας τη ψυχή του κοριτσιού να κάνει φτερά.
     «Ασ' το να πιθάν'. Τι του θελ' άλλου κουρίτσ' ο Γιώτας;» έσκουζαν οι καρακάξες.
Ούτε να τ' ακούσει ο κακόμοιρος ο Γιώτας. Καβαλίκεψε το άλογο του και καλπάζοντας σαν το φουρτουνιασμένο άνεμο πήγε στην πόλη για να φέρει το γιατρό. Το κοριτσάκι τελικά σώθηκε και πήρε το όνομα Θεοδώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: