Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Ενώ παρακολουθούσα με μεγάλη προσοχή τα όσα μου έλεγε ο Andrew, ξαφνικά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κάποιο βλέμμα είχε καρφωθεί πάνω μου, πως κάποια αδιάκριτα μάτια παρακολουθούσαν την κάθε μου κίνηση.  Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα αριστερά και δεξιά μέχρι που εντόπισα την πηγή της ενεργειακής ροής που ένιωθα να διαπερνάει όλο μου το σώμα.  Ήταν δύο απίστευτα μεγάλα μελιά μάτια που σπινθηροβολούσαν μέσα από τις κατάμαυρες, καμπυλωτές βλεφαρίδες τους. Κάτω από τα μάτια εξείχαν μια ολόισια μύτη και ένα τετραγωνισμένο, θεληματικό πηγούνι, πολύ αρρενωπό και γοητευτικό. Ο τύπος που με είχε καθηλώσει με το βλέμμα του καθόταν στην απέναντι γωνιά του κυλικείου μαζί με έναν φίλο του που του μιλούσε ασταμάτητα.  Ο ίδιος δεν έδινε καμία σημασία στη φλυαρία του φίλου του.  Είχε τα μάτια του στυλωμένα πάνω μου σαν να τον είχε μαγέψει κάτι απροσδιόριστο.  Ακόμα και από αυτήν απόσταση ήταν ολοφάνερο πως δεν ήταν Έλληνες.  Εκείνος που δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μου είχε ένα ξενόφερτο στυλάκι, έναν κοσμοπολίτικο αέρα, μια σοφιστικέ γοητεία που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γύρω του.  Φορούσε ένα κόκκινο φουλάρι γύρω από το λαιμό του και στα ποδιά του ήταν ακουμπισμένη η θήκη μιας κιθάρας.  Ο τρόπος που ήταν ντυμένος, καθώς και ο τρόπος που καθόταν και που κάπνιζε, όλα έδειχναν έναν άνθρωπο με εκλεπτυσμένο γούστο και μια αυτοπεποίθηση που ήταν ακαταμάχητη.  Ο άλλος ήταν μελαψός με καταγάλανα μάτια πλαισιωμένα από απίστευτα πυκνές, μαύρες βλεφαρίδες και μαλλιά afro σε στυλ Jimmy Hendrix. Προσπάθησα να μη δώσω άλλη σημασία, να αποφύγω το βλέμμα του αλλά τα μάτια μου δεν υπάκουαν στις διαταγές μου κι όλο εκεί έριχναν φευγαλέες ματιές .  Κοίταξα το ρολόι μου και σηκώθηκα να φύγω γιατί είχα ραντεβού με την Ειρήνη. 
            «Πού πας;  Φεύγεις κιόλας; Βλέπω πόσο πολύ χάρηκες που με είδες μετά από τόσο καιρό» παραπονέθηκε ο Andrew.
            «Είναι το λιγότερο που θα μπορούσες να πάθεις από μένα. Κανονικά θα έπρεπε να σου σπάσω το κεφάλι ή να σε φτύσω κατάμουτρα.  Θα στα ψάλλω όμως άλλη φορά! Από την καλή και από την ανάποδη! Τώρα δυστυχώς δεν μπορώ γιατί πρέπει να φύγω.  Έχω ραντεβού κάτω στην αγορά με την Ειρήνη.  Θα με σκοτώσει αν την στήσω.  Θα περάσω το βράδυ από το σπίτι σου και μου τα λες όλα με το νι και με το σίγμα.  Για την ώρα, σας χαιρετώ».
Έριξα μια τελευταία μάτια στο αγόρι με τα όμορφα μελιά μάτια και την κιθάρα και αφού μάζεψα  τα βιβλία μου έφυγα.
           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου