Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Ήξερα πως μια μέρα θα έφτανες κοντά μου



Ήξερα πως μια μέρα θα έφτανες κοντά μου
Οι πυκνές κοκκινωπές μπούκλες σου
Θα είχαν γκριζάρει όσες θα είχαν απομείνει  
Ύστερα από ένα τόσο μακρινό και κατακλυσμικό ταξίδι
Δύσκολο και γεμάτο Καβαφικές περιπέτειες   
Λίγο έλειψε να ξεστρατίσεις
Και το δρόμο της επιστροφής να χάσεις
Όμως ήρθες, ο χάρτης της ζωής σου χαραγμένος
Με βαθιές μαχαιριές στο ψηλό σαν ιερό βράχο μέτωπο σου
Ήταν σαν να διάβαζα τη μοίρα σου,τη μοίρα μου,τη Μοίρα Που μας έσμιξε ορφανά γερόντια στα μητρικά της στήθια
Ύστερα από τόσα χρόνια περιπλάνησης
Ύστερα από τόσα χρόνια αναζήτησης
Στα μαύρα και αχανή πελάγη
Χωρίς κουπί, χωρίς βάρκα
Μονάχα τα δυο μας χέρια
Και το θέλημα της Μοίρας
Να μας σπρώχνει σαν να΄ταν ούριος άνεμος  
Στη μυθική ακτή, αλαργινή και απαστράπτουσα 
Μέσα στο κεχριμπαρένιο φως του Οκτώβρη
Μας ξέβρασε εναγκαλισμένoυς στη χρυσή άμμο
Ξέπνοοι ναυαγοί,  νικητές
Παρόλη τη θεόπνευστη  αργοπορία...

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

In your absence a desert I became

In your absence a desert I became
devoid of wetness
dry as an aging eye.

In light of day I yearned
for tendrils of your liquid love
 to quench my swelling thirst.

At dark of night a tight lipped rosebud
I  remained bent in grace
my pristine passion to unfurl
on absent  fingertips
swift and light as drizzling rain.

So masterful
so replenishing
so dearly missed
Oh, lover, of my despairing inspiration!


Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Στο μυαλό ενός μελλοθάνατου




 Πάλι πίνεις!
Ναι, γιατι; Πειράζει;
 Γιατί πίνεις;
Για να τεντωθώ σαν τον ουρανό του Prufrock.
Ποιος είναι  αυτός
Ένα αποκύημα της φαντασίας του Eliot.
Α! Ναι! Ακουστά τον έχω!
Ποιον; Το Prufrock;
Όχι, τον Eliot, ηλίθιε!
A, είπα κι εγώ!
Και γιατί σαν τον ουρανό του Prufrock;  
Μοιάζει με ασθενή σε χειρουργικό τραπέζι
Δηλαδή;
Αναίσθητοςσαν νεκρός
Μπα!!  Γιατί το θες αυτό;
Γιατί φοβάμαι το θάνατο!
Το θάνατο;
ΝαιΓι αυτό θέλω να πεθαίνω
Αφού τον φοβάσαι, γιατί θέλεις να πεθάνεις;
Για να πάψω να τον φοβάμαι! Ποιος είναι ο ηλίθιος τώρα;
Θυσιάζεις τη ζωή για το θάνατο;
Όχι, ο θάνατος θυσιάζει τη ζωή για το θάνατο
Δεν είναι έτσι ακριβώςΞέχνα τον!  Ζήσε!
Πώς να ζήσω;  Περιμένοντας το θάνατο
Ναι! Έστω κι έτσι!
Ποιο το νόημα
Να περνάς καλά!
Δεν μπορώ. Φοβάμαι το θάνατο! Τo tick tock tick tock!
Τι είναι αυτό το tick tock tick tock;
Οι μπότες του χρόνου στην άσφαλτο
Αυτή δεν είναι ζωή!
Εμ, τι σου λέω τόση ώρα!
Γιατί δεν αυτοκτονείς τότε;
Γιατί φοβάμαι το θάνατο!  Πάλι θα τα λέμε;
Και τι θα κάνεις;
Τι άλλο; Θα πίνω!  Tick tock tick tock!
Είσαι τρελός!
'Eτσι είμαστε εμείς οι μελλοθάνατοι!

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Με το βιβλίο μου έχω μια σχέση μίσους και αγάπης.  Θέλω να του δώσω μια κλοτσιά να φύγει από πάνω μου αλλά δεν μπορώ.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

You


Όταν έρθεις
Θα είναι σαν να βγαίνεις
Από ασπρόμαυρη ταινία του μεσοπολέμου
Το τρένο θα γέρνει στη στροφή
Κι εγώ στην πλατφόρμα θα σε περιμένω
Το μισό μου πρόσωπο βυθισμένο  στο σκοτάδι
Σαν τις ψυχρές, ξανθές ηρωίδες του Alfred Hitchcock
Θα φοράς ρεπούμπλικα και trenchcoat α la Bogart
Κι εγώ μεσάτο σακάκι με βάτες a la Rita Hayworth
Ο ατμός του τρένου θα συρίζει
Θα  τυλίγει σαν παραστρατημένο  σύννεφο 
Τα καλογυαλισμένα  μας παπούτσια 
Ο σταθμός θα αδειάζει
Το τρένο θα φεύγει
Θα μου πεις:  Here´s looking at you kid!
Ελαφρώς θα μου σηκώσεις το πηγούνι
Στα χείλη μου θα απλώσεις σαν κραγιόν το πρώτο φιλί
Έξω θα μας περιμένει ο ταξιτζής με το ψεύτικο περίστροφο
Θα του πεις: Take us to the Ritz, buddy!
Στο ραδιόφωνο θα απαγγέλουν τα ποιήματά σου
Θα του πω: Play it again, Sam!
Στο ξενοδοχείο θα μεθύσουμε με gin και Billie Holiday
H Jacqueline Dupres θα μας αφιερώσει το τελευταίο της τραγούδι
Strangers in the night
Όταν το piano bar κλείσει
Θα μου πεις: it's time,babe!
Θα στραγγίσω το ποτήρι μου
Θα μου τραβήξεις την καρέκλα
Και θα μου πεις : After you kid!
Θα σ’ ακολουθήσω χαμογελώντας μυστηριωδώς
σαν τη Mona Lisa του da Vinci.



Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Ο εραστής μου δεν έχει όψη



Ο εραστής μου δεν έχει όψη

Ο εραστής μου δεν έχει όψη
Δεν έχει μάτια ούτε χείλη
Μήτε σώμα  να χωρέσω
Μια φωνή μονάχα είναι
Ένας ρήτορας του πάθους
Αόρατος σαν το μπαζαγιάζι  
Από παντού με  διαπερνά
Ένα τεντωμένο τύμπανο αισθήσεων
Μες στη διαφάνειά του γίνομαι
Με πύρινες γλωσσίτσες ποιητικές
Εισπνέει μέσα μου φωτιά
Κι ο Ίμερος
Στα σωθικά μου
Αναγεννιέται
Κι απ’ τον  Όλυμπο
Απλώνει  φτερά.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Η γυναίκα είναι έρημος

Η γυναίκα είναι έρημος


Η γυναίκα είναι έρημος
σάρκα άβλαστη
ύπτια υποταγμένη
στην εράσμια φύση της
είναι
καμπύλες κυλιόμενες
από κεχριμπάρι καμωμένες
τεθλασμένες γραμμές
στο άπειρο της υπέρτατης
ηδονικής διαφυγής
είναι
πτυχές απόκρυφες
λάγνα παραδομένες
στα τερτίπια ερωτύλων νομάδων
ταξιδιώτες στην τελειότητα
των θινών του κορμιού της
είναι
λόφοι και λαγκάδια
φαράγγια και ρυάκια
μυρτόχειλα ανοιχτά
αποσταγμένο νέκταρ
από κυπρίνη
αρωματισμένα.












Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Ψωμί


Κορμί
Άψυχο
Αζύμωτο
Στα δάκτυλα
Σμιλεμένο
Μαζεύει
Μάζα
Σχήμα
Ψυχή
Λόγω ύπαρξης
Στη γάστρα
Ανασαίνει
Φουσκώνει
Ροδίζει
Ώσπου
Πάνω του
Λιώνεις
Εσύ  

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Σοφονίσμπε!


Σοφονίσμπε

Η αγάπη μου στην έρημο κοιμάται
Πρόσωπο βαμμένο λουλακί
Σαν σπάνιο μπλε φεγγάρι
Κοιμάται κι ονειρεύεται
Μια πριγκίπισσα απαράμιλλης ομορφιάς
Νεκρή κόρη της Καρχηδόνας.

Σοφονίσμπε !  Σοφονίσμπε!
Φωνάζει κι απ' τ' όνειρό του
Aθάνατος Φαραώ ξυπνάει
Και την αγάπη του γυρεύει
Απ΄τη μαύρη λήθη ν' αναστήσει.

Σοφονίσπε!  Σοφονίσμπε!
Μα κανείς δεν τον ακούει
Στης ερήμου τη σιγή οι Ερινύες
Σαν τον άνεμο Σιρόκο
Μες στ' αυτιά του σφυρίζουν
Και απαντούν::
 
Ω εσύ! Απόγονε των βασιλιάδων της Νουμιδίας
Δειλέ ήρωα της πεντάρας!
Τι ζητάς και τ’ όνομα της Σοφονίσμπε
Στα ιοβόλα χείλη σου ακουμπάς;             

Άκου καλά, και τον πόθο σου σβήσε!
Η Σοφονίσμπε στον κόσμο δεν ζει πια!
Της προδοσίας σου το πικρό φαρμάκι
Στις φλέβες της αιώνια πλέον θα κυλά!

Άκου, αν θες, το χρίσμα της ερήμου  
Και απ' το αίμα της Σοφονίσμπε πιες
Τη ψυχή της ν΄αναπαύσεις
Και τις πύρινες δάδες της οργής  μας
Μια για πάντα να σβήσεις
Απ' της ερήμου τα ήσυχα βουνά!









Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Λιώνει ο χειμώνας

Λιώνει ο χειμώνας
Λιώνεις κι  εσύ
Memento  mori
Στην αγκαλιά σου 
Το τίποτα μας βαραίνει
Μη το ξεχνάς!
Η ανοιξή ήταν πάντα
Απατηλή  ...














Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ψάχνω

Ψάχνω

Ψάχνω τα απολεσθέντα νοήματα
στα λεξικά
στις εγκυκλοπαίδειες
στα έργα των μεγάλων δημιουργών
στις θολωτές βιβλιοθήκες
στις τρουλωτούς ναούς
στις συνταγές του Τσελεμεντέ
στα αρχαία μαντεία
στους μυστικούς κωδικούς του Torah
στα κατακάθια του καφέ
στις λίστες του Whitman
στο ρω και το τα του έρωτα
και στα ευτελή επεισόδια
της καθημερινότητας μου.


Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Καβάλα στο φτερό του καρχαρία


Καβάλα στο φτερό του καρχαρία


Καβάλα στο φτερό του καρχαρία
παρά πιο λογικές μου αντιδράσεις
να ιππεύσω την πλάτη  
μιας χιλιοποδαρούσας
και να σέρνομαι στη γη
με χίλια πόδια

Αντ΄ αυτού
προτίμησα το θαλασσινό το βίο!

Κοιτάχτε με!
Πέρα από τον ορίζοντα 
παιδί του ανέμου
και της αύρας πνοή!
Θαλασσοπόρος αγέρωχος
και μαγεμένος ταξιδευτής!
.
Αν και....
έρχονται στιγμές που
μες στη γυαλινή σιωπή
του μισοφέγγαρου του κύματος
τις χιλιοποδαρούσες βλέπω
παρατεταμένες  στη στεριά
περιμένοντας το σύνθημα
τα πόδια τους να σηκώσουν
εν-δυό , εν-δυό
ένα βήμα μπρος και δέκα πίσω
εν-δυό , εν-δυό
στην ασάλευτη γη
κάτω από τα ποδιά τους

Και τότε συλλογίζομαι
μήπως κι εγώ
κάποια μέρα
βρεθώ οϊμέ!
να έρπω στις ακτές
με χίλια πόδια

Aν και θαρρώ
πως οι ακτές
είναι μόνο για χιλιοποδαρούσες…



I Hate Mondays

Τρίτη μέρα της αναρρωτικής μου άδειας.  Δεν θέλω να ξαναπάω στη δουλειά ΠΟΤΕ.  Το μόνο που θέλω είναι να είμαι ελεύθερη να γράφω όλη μέρα, να ορίζω εγώ τον εαυτό μου και κανείς άλλος. ΘΕΛΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΙΣΩ!!!

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Συννεφιά και φύλλα

Μολυβένιος ουρανός!  Οι ήχοι από το δρόμο που φτάνουν στ' αυτιά μου είναι πνιγμένοι σε γκρίζο πέπλο σιωπής.  Τέλειος καιρός για γράψιμο.Ο ήλιος ποτέ δεν μ' εμπνέει. Τι έχει να μου πει αφού όλα ανελέητα τα σκεπάζει με την εκτυφλωτική του λάμψη;  Την ομορφιά της αλήθειας πρέπει να την αναζητάς στις  ανήλιαγες γωνιές του κόσμου, στο κίτρινο μαραμένο φύλλο του μακρινού δάσους που σεμνά  βουτάει τη γλωσσίτσα του στο ρυάκι που κυλάει δίπλα του για να πιει λίγο νεράκι ... ....


Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Η Αθηνούλα

Χθες φίλησα το κεφαλάκι της Αθηνούλας.  Οι χρυσές της μπούκλες αλαφρομύριζαν λεμόνι.   Καθόμασταν και ταΐζαμε τους γλάρους που είχαν ξεστρατίσει μέχρι την αυλή του σχολείου μας.

"Κυρία, τα παιδιά δεν με παίζουν".
"Δεν πειράζει, Αθηνούλα, σε παίζω εγώ!"
"Το ξέρω, κυρία".
"Είσαι πολύ όμορφη, το ξέρεις;"
"Πείτε το στα παιδιά, κυρία!"
"'Οχι, σε σένα το λέω! Δεν με πιστεύεις;"
"Σας πιστεύω, κυρία".
"Σημασία έχει να το πιστέψεις εσύ, Αθηνούλα".
"Μάλιστα, κυρία, το πιστεύω. Για να το λέτε εσεις...."

Και τη ξαναφίλησα.  Ήταν η ευτυχέστερη στιγμή της μέρας μου.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου

Κοιτάζοντας πίσω στο δεύτερο αυτό μεγάλο “λάθος” της ζωής της, ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση, άλλοτε ένιωθε ντροπή και αποτροπιασμό, και άλλοτε απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη που η ζωή, έστω και τόσο αργά, της είχε κάνει δώρο την απόλυτη σαρκική απόλαυση.  Στα σκέλια του Ηλία βρήκε τον επίγειο παράδεισο, αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν “la petite mort” (ο μικρός θάνατος), ο οργασμός που υπερβαίνει τα εγκόσμια δεσμά των θνητών ανθρώπων και αγγίζει το θανατο, η κορυφαία ηδονή που λυτρώνει, απογειώνει, συναντά το Θεό και ενώνεται μαζί του. Στα στιβαρά μπράτσα του Ηλία, εγκατέλειπε το σώμα της, δεν είχε χέρια, πόδια, κεφάλι, νου, σκέψη τίποτα ανθρώπινο και φθαρτό, γινόταν μια άυλη ουσία, μια έκρηξη ηδονής που συντάραζε ολόκληρο το σύμπαν.   Εκείνο τον καιρό δεν ήθελε  τίποτα άλλο από τη ζωή παρά μόνο να βρίσκεται συνεχώς στο κρεβάτι με τον Ηλία, να του δίνεται ξανά και ξανά, να χάνονται ο ένας μέσα στην ανυπαρξία του άλλου, να σφίγγονται μέσα στη θεϊκή λήθη του έρωτά τους.  

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου

 
  
    Tον είδε να κάθεται ανακούρκουδα, ένας εκστασιασμένος  γκουρού, πλαισιωμένος από αρωματικά κεριά, αγκαλιά με την κιθάρα του, το φωτισμένο του πρόσωπο ανασηκωμένο προς τον ουρανό,  τα μάτια του κλειστά, να ερμηνεύει με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, το νοσταλγικό τραγούδι του Enrico Macias. Ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει από το τότε μέχρι τώρα έλιωσε στα πυρά της φλογερής της φαντασίας και είδε τον εαυτό της να κάθεται δίπλα του, νέα και όμορφη, θλιμμένη,  γνωρίζοντας πως ο έρωτάς τους είχε ημερομηνία λήξης,  πως κάποια μέρα  θα την εγκατέλειπε...

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

 

 Θα φύγω χωρίς ποτέ να μάθω γιατί ήρθα σ' αυτόν τον κόσμο μόνο και μόνο να καταδικαστώ και πάλι στην  ανυπαρξία!  Η σκέψη αυτή με καταθλίβει, εκμηδενίζει κάθε αξία, κάθε νόημα, κάθε ουσία που θα μπορούσε να έχει η ζωή !   Μας οφείλουν μια εξήγηση στο κάτω κάτω της γραφής, ρε αδελφε!!

Απόσπασμα από το βιβλίο μου

Συνεχώς σκέφτομαι αυτό που συντελείται μέσα στο κορμί μου, στη σκοτεινή, αόρατη ύλη του εαυτού μου.   Το φαντάζομαι κάτι σαν το μωρό της Rosemary στην ταινία του Polansky με τη Mia Farrow και το John Kassavetes, ένα μικρό σατανικό τέρας μερικών εκατοστών να στριφογυρίζει σαν τρυπάνι μέσα μου, ένα πράγμα κάτι σαν σκουλήκι, γλοιώδες και γυαλιστερό, να σκάβει μικρές τρυπίτσες στα εσωτερικά μαλακά μάγουλα της μήτρας μου, να μασουλάει αδιάκοπα τα διάφορα όργανα του κορμιού μου.  Αυτές τις μέρες,  εκτός από τα νύχια μου και τα συκώτια μου, δεν τρώω απολύτως τίποτα.  Ούτε τα  καταπληκτικά εδέσματα του Μάριου μπορούν να με δελεάσουν.  Η ιδέα της ασιτίας σφηνώνεται στο μυαλό μου και μοιάζει σαν την  τέλεια λύση.  Θα το πεθάνω της πείνας,  Μαζί με μένα και αυτό.  Πόσο θα αντέξει; 

There are no songs left to sing



There are no songs left to sing
No poems left to write
The stars avert their gaze in a sky
Blacker than the bottom of a frying pan
Wondering in deep disgust
What world is this that sleeps but never dreams?
Where are the poets and the bards?
And the lovers who once sang praise
To our beauty and charms?
Where is Selene our pregnant lady of light
On whose silver belly men pondered
The myriad mysteries of life?    
Snuffed are the beacons in the heavens above
The doom-mongers and the naysayers of the world
Speak the truth while the truth-sayers
utter blasphemous lies in the ears
Of foolish men
The crimson tide roars drenching
The quick sands of drowning innocence
Choking on its own damned fury
While cries of Kyrie eleison go unheard
In the raging abyss of darkness above
No god claims the human beast
Who rears its gruesome head
And dreams no more.