Κοιτάζοντας πίσω στο δεύτερο αυτό μεγάλο “λάθος” της ζωής της, ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση, άλλοτε ένιωθε ντροπή και αποτροπιασμό, και άλλοτε απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη που η ζωή, έστω και τόσο αργά, της είχε κάνει δώρο την απόλυτη σαρκική απόλαυση. Στα σκέλια του Ηλία βρήκε τον επίγειο παράδεισο, αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν “la petite mort” (ο μικρός θάνατος), ο οργασμός που υπερβαίνει τα εγκόσμια δεσμά των θνητών ανθρώπων και αγγίζει το θανατο, η κορυφαία ηδονή που λυτρώνει, απογειώνει, συναντά το Θεό και ενώνεται μαζί του. Στα στιβαρά μπράτσα του Ηλία, εγκατέλειπε το σώμα της, δεν είχε χέρια, πόδια, κεφάλι, νου, σκέψη τίποτα ανθρώπινο και φθαρτό, γινόταν μια άυλη ουσία, μια έκρηξη ηδονής που συντάραζε ολόκληρο το σύμπαν. Εκείνο τον καιρό δεν ήθελε τίποτα άλλο από τη ζωή παρά μόνο να βρίσκεται συνεχώς στο κρεβάτι με τον Ηλία, να του δίνεται ξανά και ξανά, να χάνονται ο ένας μέσα στην ανυπαρξία του άλλου, να σφίγγονται μέσα στη θεϊκή λήθη του έρωτά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου