Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


 Το χειμώνα η Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί για μένα και το Χαμίντ σε έναν αποπνικτικό  θάλαμο αερίων απ’ όπου δεν υπήρχε ελπίδα φυγής.  Τα κύτταρα της αγάπης μας, κάποτε υγιή, είχαν γίνει τοξικά και δηλητηρίαζαν το μολυσμένο μας αίμα με ταχύτερους αριθμούς.  Η περίοδος χάριτος που μας είχαν χαρίσει οι Μοίρες έφτανε στο τέλος της και έπρεπε να παρθούν αποφάσεις.

«Είναι προσβολή στη μνήμη των νεκρών να μη ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο».  Και αμέσως μετά, σαν αντίλαλος, τα λόγια της Ann Fritz: «Θα τα καταφέρεις.  Είσαι πιο δυνατή απ’ ότι νομίζεις!» Σε όλους αυτούς τους νεκρούς από βόμβες napalm και άλλο τόσο στους ζωντανούς που πίστεψαν σε μένα δεν χρωστούσα κάτι;  Η αλήθεια έλαμψε σαν φωτοβολίδα στον ουρανό και το μπλοκάρισμα που τόσους μήνες με ταλαιπωρούσε λύθηκε ως δια μαγείας. Ένιωσα τη ροή μιας δυνατής ενέργειας να διαπερνά κάθε σπιθαμή του σώματος μου σαν να είχα χτυπηθεί με χιλιάδες βολτ ηλεκτρικού ρεύματος. 

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


 Ερχόταν τα βράδια από τις διάφορες συγκεντρώσεις της ΚΝΕ, στο ένα χέρι η ρετσίνα  και στο άλλο τα διάφορα σύνεργα του κόμματος:  αφίσες, προγράμματα, φευ βολάν ακόμη και κονκάρδες με το πρόσωπο του Λένιν πάνω τους.
«Έλα ρε Νόρα, έφαγες τόσο σκατά, εδώ θα κολλήσεις;  Να ξέρεις, cara mia, η παραίτηση είναι για τους δειλούς. Δεν σε κατατάσσω ανάμεσα σ΄ αυτούς.  Δεν σε ξέρω έτσι.  Δεν σε αγάπησα έτσι.  Πιες λίγη ρετσίνα και θα φτιάξουν τα πράγματα,  άκου τι σου λέω, κάτι ξέρει ο μπάρμπα Μπεν.  Η ζωή δεν είναι να τη φοβάσαι, να τη σκέφτεσαι, να την αναλύεις, να την ξεκοκαλίζεις.  Είναι να τη ζεις.  Παλικαρίσια.  Κι όπου σε βγάλει, ρε αδελφέ! Αλλιώς μην μπαίνεις καν στο κόπο να τη ζήσεις!  Κόψε τις φλέβες σου και τελείωνε μια ώρα νωρίτερα.  Έλα, ξέρεις εσύ!  Δεν χρειάζεται να στα λέω εγώ. Είσαι ή δεν είσαι συντρόφισσα;»
Τα λόγια του Μπεν κατάφεραν να δονήσουν μια χορδή μέσα μου που όλα τα νυχτερινά χάδια του Χαμίντ δεν μπόρεσαν να αφυπνίσουν. Ήταν λόγια απλά, ζεστά, ανθρώπινα σαν το χαμόγελο που κατεργάρικα ανασήκωνε τις άκρες των χειλιών του. Χαρισματικός καταφερτζής ο Μπεν.  Αφοπλιστικός.  Ένας ακόμη φωτισμένος τρελός σαν τη Σάντα Μαρία, την αγοραφοβική, αλκοολική γειτόνισσά μου στη Βοστόνη. Σαν εκείνη την αγουροξυπνημένη πελάτισσα μου που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς έστω λίγη ζάχαρη στον καφέ της.

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Η ζωή μετά την έκτρωση άργησε να βρει τη φυσιολογική της ροή.  Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα δεν ένιωθα απολύτως τίποτα, ούτε θλίψη, ούτε χαρά, ούτε καν ανία ... τίποτα, ο απόλυτος εκμηδενισμός.  Ήταν σαν να με είχαν σκοτώσει και βαλσαμώσει τοποθετώντας το κουφάρι μου σ’ ένα ψηλό ράφι που δεν το έφτανε κανείς. Εκεί καθόμουν οκλαδόν μερόνυχτα ολόκληρα με το τυφλό βλέμμα της κουκουβάγιας να παρατηρώ το απόλυτο «τίποτα», την ίδια μου την ανυπαρξία σε γκρο πλαν.  Η ιδέα να το ξαναρίξω στους σοκολατένιους κορμούς και τις αντσούγες με φέτα τυρί φάνταζε σαν μια πιθανή λύση.   Αντ΄ αυτού, πιο «ώριμη» πια, το έριξα στα Βάλιουμ και τον βαθύ ύπνο που μόνο λυτρωτικός δεν ήταν. Ξυπνούσα κάθε πρωί, σαν νεκραναστημένη, με δυο μαύρα μισοφέγγαρα κολλημένα γύρω από τα μάτια. Τα  μάγουλά μου είχαν σακουλιάσει  και το κεφάλι μου είχε στουπώσει από αλλοπρόσαλλες εικόνες που χαχάνιζαν κοροϊδευτικά μέσα στα αυτιά μου. 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Ένα παχύ δάκρυ κατρακυλάει αργά πάνω στο μάγουλό της και πιτσιλάει το πληκτρολόγιό της. Έτσι δολοφόνησε τη Υασμίνα· το γλυκό της κοριτσάκι που κατέληξε μια άμορφη κόκκινη μάζα στους υπόνομους της πόλης μαζί με τους αρουραίους.  Ήταν σίγουρη πως όλη η κακομοιριά που συνάντησε στο διάβα της ζωής της οφειλόταν στο έσχατο αυτό αμάρτημα. Ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο. Με την πράξη της αυτή είχε μαζέψει τόσο κακό κάρμα που όχι μια ζωή αλλά ούτε δέκα ζωές δεν θα έφταναν να ξεπληρώσει
Ένα κύμα ναυτίας γιγαντώθηκε μέσα της και έτρεξε στο μπάνιο να προλάβει το ξερατό που είχε πήξει μέσα στο λαιμό της.
.



Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Ενώ παρακολουθούσα με μεγάλη προσοχή τα όσα μου έλεγε ο Andrew, ξαφνικά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κάποιο βλέμμα είχε καρφωθεί πάνω μου, πως κάποια αδιάκριτα μάτια παρακολουθούσαν την κάθε μου κίνηση.  Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα αριστερά και δεξιά μέχρι που εντόπισα την πηγή της ενεργειακής ροής που ένιωθα να διαπερνάει όλο μου το σώμα.  Ήταν δύο απίστευτα μεγάλα μελιά μάτια που σπινθηροβολούσαν μέσα από τις κατάμαυρες, καμπυλωτές βλεφαρίδες τους. Κάτω από τα μάτια εξείχαν μια ολόισια μύτη και ένα τετραγωνισμένο, θεληματικό πηγούνι, πολύ αρρενωπό και γοητευτικό. Ο τύπος που με είχε καθηλώσει με το βλέμμα του καθόταν στην απέναντι γωνιά του κυλικείου μαζί με έναν φίλο του που του μιλούσε ασταμάτητα.  Ο ίδιος δεν έδινε καμία σημασία στη φλυαρία του φίλου του.  Είχε τα μάτια του στυλωμένα πάνω μου σαν να τον είχε μαγέψει κάτι απροσδιόριστο.  Ακόμα και από αυτήν απόσταση ήταν ολοφάνερο πως δεν ήταν Έλληνες.  Εκείνος που δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μου είχε ένα ξενόφερτο στυλάκι, έναν κοσμοπολίτικο αέρα, μια σοφιστικέ γοητεία που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γύρω του.  Φορούσε ένα κόκκινο φουλάρι γύρω από το λαιμό του και στα ποδιά του ήταν ακουμπισμένη η θήκη μιας κιθάρας.  Ο τρόπος που ήταν ντυμένος, καθώς και ο τρόπος που καθόταν και που κάπνιζε, όλα έδειχναν έναν άνθρωπο με εκλεπτυσμένο γούστο και μια αυτοπεποίθηση που ήταν ακαταμάχητη.  Ο άλλος ήταν μελαψός με καταγάλανα μάτια πλαισιωμένα από απίστευτα πυκνές, μαύρες βλεφαρίδες και μαλλιά afro σε στυλ Jimmy Hendrix. Προσπάθησα να μη δώσω άλλη σημασία, να αποφύγω το βλέμμα του αλλά τα μάτια μου δεν υπάκουαν στις διαταγές μου κι όλο εκεί έριχναν φευγαλέες ματιές .  Κοίταξα το ρολόι μου και σηκώθηκα να φύγω γιατί είχα ραντεβού με την Ειρήνη. 
            «Πού πας;  Φεύγεις κιόλας; Βλέπω πόσο πολύ χάρηκες που με είδες μετά από τόσο καιρό» παραπονέθηκε ο Andrew.
            «Είναι το λιγότερο που θα μπορούσες να πάθεις από μένα. Κανονικά θα έπρεπε να σου σπάσω το κεφάλι ή να σε φτύσω κατάμουτρα.  Θα στα ψάλλω όμως άλλη φορά! Από την καλή και από την ανάποδη! Τώρα δυστυχώς δεν μπορώ γιατί πρέπει να φύγω.  Έχω ραντεβού κάτω στην αγορά με την Ειρήνη.  Θα με σκοτώσει αν την στήσω.  Θα περάσω το βράδυ από το σπίτι σου και μου τα λες όλα με το νι και με το σίγμα.  Για την ώρα, σας χαιρετώ».
Έριξα μια τελευταία μάτια στο αγόρι με τα όμορφα μελιά μάτια και την κιθάρα και αφού μάζεψα  τα βιβλία μου έφυγα.
           

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Τον είδα από μακριά να κάθεται σταυροπόδι στο μπαλκόνι ανάμεσα στα ξεραμένα φυτά του Μπεν, ντυμένος με ένα καουμπόικο καφέ πουκάμισο, στα χέρια του η κιθάρα και στα χείλη του να κρέμεται ένα τσιγάρο. Το μούσι του είχε μεγαλώσει και πυκνώσει, προσδίδοντας μια αγριάδα στο πρόσωπό του λες και ήταν ναυαγός σε ερημονήσι. Δεν μπορώ να πω πως δεν συγκινήθηκα μόλις τον είδα να κάθεται έτσι ολομόναχος συντροφιά με την κιθάρα του.  Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και ανέβηκα κατ' ευθείαν πάνω. Χτύπησα το κουδούνι  και σε λίγο άκουσα τα βήματα του.  Άνοιξε την πόρτα και μόλις με είδε, χωρίς να πει κουβέντα, έκλεισε σφικτά τα μάτια του, άφησε έναν αναστεναγμό να φύγει από τα εσώψυχα του κι έπειτα με τύλιξε μέσα στις μεγάλες του φτερούγες.  Με κράτησε σφικτά για αρκετή ώρα χωρίς να πει κουβέντα σαν να μη πίστευε πως βρισκόμουν στην αγκαλιά του μετά από τόσο καιρό, σαν να ήθελε με τη σωματική επαφή να βεβαιωθεί πως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου δεν ήταν οπτασία αλλά σάρκα και οστά.  Έπειτα σήκωσε ελαφρά το πηγούνι μου με τα δύο του δάκτυλα και με φωνή  που δεν έκρυβε τη συγκίνηση του είπε:  «Νόμιζα πως δεν θα γυρνούσες ποτέ».  Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα το φιλί, ένα φιλί αργό και απαλό,  γλυκό και απολαυστικό σαν λιωμένη σοκολάτα  μέσα στο στόμα μου.  Ένιωσα την κρύα μου καρδιά να αναθερμαίνεται.
Κάναμε ερωτά εκεί στο πάτωμα, στο μικρό, στενό διαδρομάκι του διαμερίσματος του Μπεν, ένας ερωτάς βουβός και δυνατός σαν τα υπόγεια ρεύματα της θάλασσας που σε παρασέρνουν και σε πάνε όπου θέλουν. Έπειτα, εξαντλημένοι αλλά με γλυκιά την αίσθηση της πληρότητας, ανάψαμε τσιγάρα και ενώ ήμασταν σφιχταγκαλιασμένοι στο δροσερό αλλά βρόμικο μωσαϊκό πάτωμα του Μπεν, έσπασα τη σιωπή και ρώτησα το Χαμίντ πού ήταν ο Μπεν.
           «Τον απέλασαν» είπε ξερά και σχεδόν χωρίς συναίσθημα.
          «Τι είπες; Τον απέλυσαν; Και το λες έτσι; Δεν το πιστεύω. Πότε; Μα πως έγινε αυτό;  Γιατί;  Αφού τα πράγματα είναι αλλιώς τώρα.  Τι έκανε πάλι ο αθεόφοβος;».
       «Τον Ιούνιο, λίγες μέρες μετά την αναχώρηση σου, τον πιάσανε να κολλάει μια αφίσα έξω από το αμερικάνικο προξενείο με το πρόσωπο του Ιωαννίδη να φέρει το μουστάκι του Χίτλερ με μια σβάστικα στο μέτωπο. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σε δυο μέρες τον είχαν διώξει.  Άσε που παραλίγο να με διώξουν εμένα!».
          Τινάχτηκα πάνω σαν να με είχε τσιμπήσει κάποιο έντομο.
       «Τι;  Τι είπες;  Παραλίγο να σε διώξουν και σένα;  Μα τι είναι αυτά που μου λες;  Δεν το πιστεύω.  Πως;  Γιατί;  Πες μου, τι έγινε;»
         «Δεν ξέρω, ίσως επειδή έκανα παρέα με το Μπεν, με σένα και τον Andrew. Πού να ξέρω;  Μπήκαν μέσα στο σπίτι μου ένα πρωί την ώρα που εγώ κοιμόμουν και τα κάνανε όλα γυαλιά καρφιά Τι ψάχνανε ένας Θεός ξέρει! Αφού πήραν το διαβατήριο μου, μου είπαν να ντυθώ και με οδήγησαν στην ασφάλεια.  Ανακρίσεις, κακό, τα συνηθισμένα και με κράτησαν εκεί δυο ολόκληρες μέρες.  Ώσπου ήρθε ο πατέρας μου και καθάρισε αυτός για μένα.
«Καθάρισε αυτός;  Μα πως καθάρισε αυτός για σένα; Τι έκανε δηλαδή;» ρώτησα εμβρόντητη με όσα άκουγα.
«Δεν ξέρω. Έχει τις διασυνδέσεις του. Ξεχνάς πως κατάγομαι από οικογένεια πολιτικών με πολλή μεγάλη επιρροή.  Τέλος πάντων, είπαν στον πατέρα μου πως κάποιος πολύ γνωστός, φίλος δηλαδή, με κάρφωσε στην ασφάλεια.  Για πιο πράγμα με κάρφωσε ιδέα δεν έχω.  Απ’ ότι φαίνεται έχω εχθρούς.  Νόρα, συγνώμη που το λέω, αλλά μήπως είναι κανένας δικός σου που βρήκε αυτόν τον τρόπο να μας χωρίσει;»
       «Αποκλείεται. Τι είναι αυτά που λες; Ούτε να το σκεφτείς ! Αυτοί ότι θέλουν λένε.  Σιγά μη τους πιστέψουμε.  Και τώρα; Τώρα που υποτίθεται πως έχουν αλλάξει τα πράγματα, πως δήθεν έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία;»
        «Τώρα φαντάζομαι ότι θα μπορέσει να γυρίσει ο Μπεν.  Τον περιμένω όπου να’ ναι να σκάσει μύτη».
      «Μακάρι!  Για τον Andrew έμαθες;»
         " Όχι, τι να μάθω;»
     «Τον πυροβόλησαν τρεις φορές οι Τούρκοι στην Κύπρο!.  Είναι όμως καλά. Δηλαδή τι καλά;  Τέλος πάντων, σημασία έχει πως γλίτωσε».
         Απίστευτο. Ενώ εγώ έκοβα βόλτες με το ποδήλατο μου στη Βοστόνη, εδώ εξαφάνιζαν με τον έναν η τον άλλο τρόπο τον κοσμάκη

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Σε λίγα μόνο λεπτά βρεθήκαμε σε κάποιο αστυνομικό τμήμα στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Βαρδάρη. Μας έβαλαν μέσα σε ένα μικρό, σκοτεινό και υγρό δωματιάκι γεμάτο σκόνη και καπνίλα. Οι τοίχοι είχαν εκείνο το απαίσιο βεραμάν χρώμα που έβλεπε κανείς στις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.  Πίσω από την τζαμόπορτα υπήρχε ένα μικρό μπαλκονάκι γεμάτο σκουπίδια απ’ όπου περνούσαν ολόκληρες στρατιές από αστυνομικούς που μας περιεργάζονταν σαν να ήμασταν φρικιά που είχαν δραπετεύσει από κάποιο τοπικό τσίρκο. Τι διάολο είχαμε και μας κοιτούσαν όλοι έτσι; Με τα σπασμένα μου Ελληνικά, ρώτησα το χοντρό αστυνομικό που ήταν σφηνωμένος πίσω από ένα μικρό, γκρίζο, μεταλλικό γραφείο γιατί μας είχαν φέρει στο τμήμα.  Η απάντηση ήταν γελοία.  Έμοιαζα, είπε, με ένα κορίτσι που εξαφανίστηκε από τη γειτονιά μου και την έψαχναν οι γονείς της. Του είπα πως ήταν αδύνατον να είμαι το κορίτσι αυτό γιατί οι γονείς μου ήταν στην Αμερική. Δεν έδωσε καμία σημασία σ’ αυτό που του είπα και συνέχισε να καπνίζει ασταμάτητα.
            Μετά από περίπου μία ώρα άνοιξε η πόρτα και ένας αστυνομικός μού  έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω. Μαζί μου σηκώθηκε και η αδελφή μου αλλά ο τροφαντός μπάτσος την εμπόδισε να με ακολουθήσει.  Σε λίγο βρέθηκα σ’ ένα γραφείο ολόιδιο με το άλλο· το ίδιο απαίσιο βεραμάν χρώμα στους τοίχους.  Πίσω από ένα άλλο μεταλλικό γραφείο, λίγο μεγαλύτερο αυτήν τη φορά, καθόταν ένας άλλος ένστολος. Ήταν μεσήλικας με γκρίζα μαλλιά και φορούσε μια διαφορετική, πιο περίτεχνη στολή. Μάλλον διοικητής θα ήταν.  Μόλις μπήκα μέσα, είχε την ευγένεια να σηκωθεί από τη θέση του  κι αφού με καλημέρισε, απλώνοντας το χέρι του, μου έδειξε τη μικρή, ξύλινη καρέκλα που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του και μου είπε να καθίσω. Μου ζήτησε όλα τα στοιχεία μου, όνομα, πατρώνυμο, τόπο καταγωγής και τα λοιπά.  Εγώ καθόμουν στην καρέκλα, ήρεμη, ατάραχη, μπορώ να πω πως το διασκέδαζα κιόλας.  Όταν τελείωσε με τα στοιχειά που δήθεν δεν γνώριζε, σηκώθηκε και αφού έδεσε τα δυο του χέρια πίσω από την πλάτη του, προχώρησε με αργά, απειλητικά βήματα προς το μέρος μου.
            Καθάρισε τη βραχνάδα από τη φωνή του και με ύφος αυστηρό ρώτησε: «Δεσποινίς, που το πήρατε αυτό το μπλουζάκι;»
            «Το αγόρασα στην Αμερική» του απάντησα ψύχραιμα.
 «Είστε σίγουρη, δεσποινίς;»
            «Φυσικά είμαι σίγουρη» του είπα «όπως με βλέπετε  και σας βλέπω».
            «Και το σήμα αυτό;  Πάνω στη μπλούζα.   Εσείς το κεντήσατε;»
            Μα τι έλεγε ο ηλίθιος;  Εγώ δεν ήξερα καν τι θα πει η λέξη κέντημα.  Πρώτη φορά στην Ελλάδα είχα δει γυναίκες να κεντούν με τόση μανία. Κάθονταν στις αυλές τους ή στα μπαλκόνια τους και ώρες ολόκληρες μανιωδώς κένταγαν την προίκα τους: λουλούδια, τοπία, πορτραίτα, μέχρι και την Παναγία με το θείο βρέφος είχα δει να κεντάει μια γειτόνισσα.
            Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Τους μπάτσους ή pigs (γουρούνια) όπως τους αποκαλούσαμε στην Αμερική τους είχα ήδη βάλει στη μπούκα του κανονιού και δεν τους φοβόμουν καθόλου. Στην Αμερική της ταραγμένης δεκαετίας του '60 και ‘70, οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών στις αντιρατσιστικές και αντιπολεμικές διαδηλώσεις ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο.  Θυμήθηκα τα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει στο κέντρο της Βοστόνης λίγο μετά τη δολοφονία του Martin Luther King.  Έτυχε να βρεθώ στο σημείο κοντά και να δω με τα ίδια μου τα μάτια το αίμα των διαδηλωτών να ρέει σαν κόκκινο ποτάμι στους δρόμους. Αυτή ήταν "the land of the free and the home of the brave!" όπως διέτεινε ο εθνικός τους ύμνος!  Ας γελάσω!! Εδώ, τουλάχιστον ο εχθρός ήταν ορατός και κανείς δεν μιλούσε για δημοκρατία όπως έκαναν στην Αμερική.
            «Σας ρώτησα κάτι δεσποινίς. Εσείς το κεντήσατε αυτά το σήμα;» επανέλαβε ο μπάτσος.
            «Όχι, δεν το κέντησα εγώ. Σας είπα, την αγόρασα έτοιμη από ένα πολυκατάστημα της Βοστόνης» απάντησα χωρίς να μπορώ να κρύψω τον κλιμακούμενο εκνευρισμό από τη φωνή μου.
            «Είστε σίγουρη, δεσποινίς;» επέμεινε.
            Τον κοίταξα σαν να έβλεπα για πρώτη φορά τα ποντικίσια του μάτια, το ηλίθιο, στριφογυριστό μουστάκι του και την πιτυρίδα που αλατοπιπέρωνε τους ώμους του και μ έφερνε αναγούλα στο στομάχι.
            «Ναι, είμαι σίγουρη» ξαναείπα, προσπαθώντας να μη χάσω τη ψυχραιμία μου.
            «Σίγουρα;» ρώτησε και ένα πονηρό χαμόγελο ανασήκωσε ελαφρώς της άκρες των χειλιών του.  
            Ε, αυτό ήταν! Κάτι μέσα μου έκανε μπαμ και χωρίς να καταλάβω τι πήγαινα να κάνω, τινάχτηκα από τη θέση μου και αρπάζοντας το κάτω μέρος της μπλούζας μου με τα δυο μου χέρια, έκανα να την τραβήξω πάνω από το κεφάλι μου, έτοιμη να τη βγάλω και να του την πετάξω στη μούρη. 
            «Θέλετε να την βγάλω;  Να σας δείξω την ετικέτα από πίσω;» άκουσα τον εαυτό μου να τσιρίζει.  
            Αυτός χλόμιασε, πετάχτηκε από την καρεκλά του και κουνώντας μανιωδώς τα χέρια γύρω από το κεφάλι του, φώναξε: «Όχι, όχι δεσποινίς. Δεν χρειάζεται. Καθιστέ, σας παρακαλώ. Ηρεμήστε! Ηρεμήστε!»
            Εγώ μια χαρά ήρεμη ήμουν ή τουλάχιστον έτσι έδειχνα. Αυτός τα είχε χάσει με την τόσο απότομη όσο και άσεμνη χειρονομία μου.  Ξανακάθισα στη σκληρή, ξύλινη καρέκλα μου.  Το ίδιο έκανε και εκείνος. Τον είδα να παίρνει μερικές βαθιές αναπνοές σε μια προσπάθεια να ελέγξει την ταραχή του.  Σιγά σιγά, το κόκκινο χρώμα που είχε ανάψει τα μούτρα του υποχώρησε.  Έβγαλε ένα μαντήλι από τη τσέπη του, σκούπισε τον ιδρώτα που γυάλιζε τη φαλάκρα του και στη συνέχεια άναψε ένα τσιγάρο. 
«Θέλετε ένα τσιγάρο, δεσποινίς;»
«Ναι, θα πάρω ένα, ευχαριστώ».
Μου άναψε το τσιγάρο με χέρια που ελαφρώς έτρεμαν. Όταν ξανακάθισε στην καρέκλα του φύσηξα τον καπνό κατευθείαν πάνω στη μούρη του.
            «Ξέρετε, δεσποινίς, εμάς εδώ στην Ελλάδα δεν μας πολυαρέσει αυτό το σήμα.  Μη το ξαναβάλετε.  Για το καλό σας σας το λέω.  Πιστέψτε μου».
            Όλα τελικά για το καλό μας γίνονται.  Δεν είπα τίποτα.  Εξάλλου, τι να πω αφού η αλήθεια ήταν πως δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.  Τι στο καλό είχε αυτό το σήμα και τους εξαγρίωνε όλους δεν μπορούσε να καταλάβω. Για ακόμη μια φορά σκέφτηκα πόσο μυστήριοι μου φαίνονταν όλοι σ' αυτήν την παράξενη χώρα.  Είχα αρχίσει να αισθάνομαι σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, σαν να είχα περάσει το κατώφλι μιας μυστικής πόρτας, σε έναν κόσμο όπου τα πάντα φάνταζαν αστεία, παράλογα και άκρως επικίνδυνα.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Όταν έφυγε από τη Βοστόνη εκείνο το καλοκαίρι του 1974  η Νόρα ήταν ένα όμορφο, λαμπερό κορίτσι μόλις είκοσι χρονών.  Όταν ξαναπάτησε το πόδι της, τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα, ήταν μια μεσήλικη γυναίκα συνοδευόμενη από την όμορφη και επιτυχημένη εικοσιπεντάχρονη δικηγορίνα κόρη της.  Στα τριανταπέντε χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στα δύο αυτά σημαντικά ταξίδια της ζωής της ζούσε με ένα και μοναδικό όνειρο, το όνειρο της επιστροφής στη χώρα που την ανάθρεψε.  Η Ελλάδα όλα εκείνα τα χρόνια είχε γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος της.  Για όλες τις δυσκολίες και αναποδιές που συναντούσε στη ζωή της έφταιγε η Ελλάδα. Όπως μερικοί άνθρωποι ρίχνουν το φταίξιμο στα άστρα και τους πλάνητες, η Νόρα φόρτωνε κάθε δυστυχία της ζωής της στην πλάτη της Ελλάδας. Η  Ελλάδα έφταιγε για τον αποτυχημένο της γάμο, για τη στάσιμη καριέρα της, για τα οικονομικά της προβλήματα ακόμα και για τους αποτυχημένους της έρωτες. Η Ελλάδα αποτελούσε ένα καλό πρόσχημα να μη κοιτάξει ποτέ κατάμουτρα τον εαυτό της στον καθρέφτη για να δει μήπως κι αυτή κάπου έφταιγε για την κακομοιριά της.
  Το όνειρο, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα όνειρα,  έσβησε απότομα τη στιγμή που πέρασε το κατώφλι της πόρτας του αεροπλάνου και βρέθηκε, ως δια μαγείας, στις εφιαλτικές σελίδες του 1984 του George Orwell. H Αμερική, που τόσα χρονιά νοσταλγούσε σαν ένα ορφανό τη μάνα του, είχε μετατραπεί σε μια τεράστια φυλακή υψίστης ασφαλείας, πνιγμένη στη σιωπή, σκυθρωπή, τρομαγμένη, παρανοϊκή, μια φυλακή όπου κάθε έννοια της ελευθερίας είχε καταλυθεί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Μεγάλου Αδελφού! To προπαγανδιστικό σλόγκαν του Μεγάλου Αδελφού  "Ο Πόλεμος Είναι Ειρήνη, Η Ελευθερία Είναι Σκλαβιά, Η Άγνοια Είναι Δύναμη" είχε, επιτυχώς, περάσει στη συνείδηση των Αμερικανών. Η επαναστατική Αμερική της δεκαετίας του '60, η Αμερική που ξεχύθηκε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και τον πόλεμο του Viet Nam, η Αμερική που έβγαλε τη Joan Baez, το Martin Luther King, την Αngela Davis και το Malcolm X, μπήκε στο δωμάτιο 101 του Υπουργείου της Αγάπης, εκεί που στέλνονταν οι αντιφρονούντες στο βιβλίο του Orwell, ήρθε αντιμέτωπη με το χειρότερο φόβο της (τα γεγονότα της 9/11) και βγήκε «σωφρονισμένη», έτοιμη να αγαπήσει τον Μεγάλο Αδελφό και να ενστερνιστεί τις διαστρεβλωμένες του αξίες. Και το χειρότερο; Οι πολίτες αυτής της σύγχρονης Ωκεανίας πίστευαν πως ζούσαν σε μια χώρα ελεύθερη και δημοκρατική! Πολλές φορές, όσο έμεινε εκεί, έφερε στο νου της τα λόγια του Goethe ο οποίος κάποτε είχε πει: «Οι πιο απελπιστικά σκλαβωμένοι άνθρωποι είναι αυτοί που λανθασμένα πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι».    

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου



Ένα βράδυ που δούλευα με το Rob στο μαγαζί είχε και πάλι πνιχτική ζέστη. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, εκρηκτική, βαριά, μύριζε μπαρούτι. Στο μυαλό μου ήρθαν σκηνές από την ταινία «Λεωφορείο ο Πόθος» με τον αξέχαστο, σέξι και macho Marlon Brando στο ρόλο του Stanley Kowalski. Άκουγα τους νωχελικούς ήχους της Jazz μουσικής και είδα το μικροπωλητή στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης να φωνάζει «Hot Tomales! Hot Τomales!» προμηνύοντας το καυτό και τραγικό αποκορύφωμα του αριστουργήματος του Tennessee Williams

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο μου

 
Ήταν ένα από εκείνα τα αφόρητα, ζεστά καλοκαίρια με μια υγρασία που σου έκοβε την ανάσα κι έκανε τα ρούχα σου να κολλάνε πάνω σου σαν δεύτερο δέρμα. Οι άνθρωποι στις φτωχογειτονιές της Βοστόνης είχαν ξεχυθεί στους δρόμους σαν να τους ξέρασε η πόλη μέσα από τα καζάνι στο οποίο κόχλαζε.  Η πόλη που με ανάθρεψε σερνόταν σαν ξαναμμένη σκύλα.  Παραδομένη στη ξινή μυρουδιά του αχαλίνωτου  πάθους της, κυλούσε μέσα στον ιδρώτα της ηδονής της σαν σιτεμένη πόρνη.  Παντού χρώματα και φωνές:  μαύροι, λευκοί, κίτρινοι, μελαψοί και διάχυτα παντού το γλυκό τιτίβισμα των διαφόρων γλωσσών:  ισπανικά, κινεζικά, ιταλικά, ελληνικά, μια θεσπέσια συμφωνία ήχων, ένα συνταρακτικό crescendo που με εξίταρε, κάνοντάς μου να νιώθω επιτέλους ζωντανή.  Θεέ μου, πόσο μου είχαν λείψει αυτές οι γεμάτες αντιθέσεις εικόνες! Πόσο λαχταρούσα να ακούσω τους πλανόδιους μουσικούς στην πλατεία του Χάρβαρντ, να δω τους Hare Chrishna στο Boston Common, να κόψω βόλτες στην κινεζική συνοικία της Βοστόνης, να ακούσω τους γιεχωβάδες να ωρύονται πάνω στα soap box τους για τη συντέλεια του κόσμου στο κεντρικό πάρκο της Βοστόνης!