Τον είδα από μακριά να κάθεται σταυροπόδι στο μπαλκόνι ανάμεσα στα ξεραμένα φυτά του Μπεν, ντυμένος με ένα καουμπόικο καφέ πουκάμισο, στα χέρια του η κιθάρα και στα χείλη του να κρέμεται ένα τσιγάρο. Το μούσι του είχε μεγαλώσει και πυκνώσει, προσδίδοντας μια αγριάδα στο πρόσωπό του λες και ήταν ναυαγός σε ερημονήσι. Δεν μπορώ να πω πως δεν συγκινήθηκα μόλις τον είδα να κάθεται έτσι ολομόναχος συντροφιά με την κιθάρα του. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και ανέβηκα κατ' ευθείαν πάνω. Χτύπησα το κουδούνι και σε λίγο άκουσα τα βήματα του. Άνοιξε την πόρτα και μόλις με είδε, χωρίς να πει κουβέντα, έκλεισε σφικτά τα μάτια του, άφησε έναν αναστεναγμό να φύγει από τα εσώψυχα του κι έπειτα με τύλιξε μέσα στις μεγάλες του φτερούγες. Με κράτησε σφικτά για αρκετή ώρα χωρίς να πει κουβέντα σαν να μη πίστευε πως βρισκόμουν στην αγκαλιά του μετά από τόσο καιρό, σαν να ήθελε με τη σωματική επαφή να βεβαιωθεί πως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου δεν ήταν οπτασία αλλά σάρκα και οστά. Έπειτα σήκωσε ελαφρά το πηγούνι μου με τα δύο του δάκτυλα και με φωνή που δεν έκρυβε τη συγκίνηση του είπε: «Νόμιζα πως δεν θα γυρνούσες ποτέ». Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα το φιλί, ένα φιλί αργό και απαλό, γλυκό και απολαυστικό σαν λιωμένη σοκολάτα μέσα στο στόμα μου. Ένιωσα την κρύα μου καρδιά να αναθερμαίνεται.
Κάναμε ερωτά εκεί στο πάτωμα, στο μικρό, στενό διαδρομάκι του διαμερίσματος του Μπεν, ένας ερωτάς βουβός και δυνατός σαν τα υπόγεια ρεύματα της θάλασσας που σε παρασέρνουν και σε πάνε όπου θέλουν. Έπειτα, εξαντλημένοι αλλά με γλυκιά την αίσθηση της πληρότητας, ανάψαμε τσιγάρα και ενώ ήμασταν σφιχταγκαλιασμένοι στο δροσερό αλλά βρόμικο μωσαϊκό πάτωμα του Μπεν, έσπασα τη σιωπή και ρώτησα το Χαμίντ πού ήταν ο Μπεν.
«Τον απέλασαν» είπε ξερά και σχεδόν χωρίς συναίσθημα.
«Τι είπες; Τον απέλυσαν; Και το λες έτσι; Δεν το πιστεύω. Πότε; Μα πως έγινε αυτό; Γιατί; Αφού τα πράγματα είναι αλλιώς τώρα. Τι έκανε πάλι ο αθεόφοβος;».
«Τον Ιούνιο, λίγες μέρες μετά την αναχώρηση σου, τον πιάσανε να κολλάει μια αφίσα έξω από το αμερικάνικο προξενείο με το πρόσωπο του Ιωαννίδη να φέρει το μουστάκι του Χίτλερ με μια σβάστικα στο μέτωπο. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σε δυο μέρες τον είχαν διώξει. Άσε που παραλίγο να με διώξουν εμένα!».
Τινάχτηκα πάνω σαν να με είχε τσιμπήσει κάποιο έντομο.
«Τι; Τι είπες; Παραλίγο να σε διώξουν και σένα; Μα τι είναι αυτά που μου λες; Δεν το πιστεύω. Πως; Γιατί; Πες μου, τι έγινε;»
«Δεν ξέρω, ίσως επειδή έκανα παρέα με το Μπεν, με σένα και τον Andrew. Πού να ξέρω; Μπήκαν μέσα στο σπίτι μου ένα πρωί την ώρα που εγώ κοιμόμουν και τα κάνανε όλα γυαλιά καρφιά Τι ψάχνανε ένας Θεός ξέρει! Αφού πήραν το διαβατήριο μου, μου είπαν να ντυθώ και με οδήγησαν στην ασφάλεια. Ανακρίσεις, κακό, τα συνηθισμένα και με κράτησαν εκεί δυο ολόκληρες μέρες. Ώσπου ήρθε ο πατέρας μου και καθάρισε αυτός για μένα.
«Καθάρισε αυτός; Μα πως καθάρισε αυτός για σένα; Τι έκανε δηλαδή;» ρώτησα εμβρόντητη με όσα άκουγα.
«Δεν ξέρω. Έχει τις διασυνδέσεις του. Ξεχνάς πως κατάγομαι από οικογένεια πολιτικών με πολλή μεγάλη επιρροή. Τέλος πάντων, είπαν στον πατέρα μου πως κάποιος πολύ γνωστός, φίλος δηλαδή, με κάρφωσε στην ασφάλεια. Για πιο πράγμα με κάρφωσε ιδέα δεν έχω. Απ’ ότι φαίνεται έχω εχθρούς. Νόρα, συγνώμη που το λέω, αλλά μήπως είναι κανένας δικός σου που βρήκε αυτόν τον τρόπο να μας χωρίσει;»
«Αποκλείεται. Τι είναι αυτά που λες; Ούτε να το σκεφτείς ! Αυτοί ότι θέλουν λένε. Σιγά μη τους πιστέψουμε. Και τώρα; Τώρα που υποτίθεται πως έχουν αλλάξει τα πράγματα, πως δήθεν έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία;»
«Τώρα φαντάζομαι ότι θα μπορέσει να γυρίσει ο Μπεν. Τον περιμένω όπου να’ ναι να σκάσει μύτη».
«Μακάρι! Για τον Andrew έμαθες;»
" Όχι, τι να μάθω;»
«Τον πυροβόλησαν τρεις φορές οι Τούρκοι στην Κύπρο!. Είναι όμως καλά. Δηλαδή τι καλά; Τέλος πάντων, σημασία έχει πως γλίτωσε».
Απίστευτο. Ενώ εγώ έκοβα βόλτες με το ποδήλατο μου στη Βοστόνη, εδώ εξαφάνιζαν με τον έναν η τον άλλο τρόπο τον κοσμάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου