Ερχόταν τα βράδια από τις διάφορες συγκεντρώσεις της ΚΝΕ, στο ένα χέρι η ρετσίνα και στο άλλο τα διάφορα σύνεργα του κόμματος: αφίσες, προγράμματα, φευ βολάν ακόμη και κονκάρδες με το πρόσωπο του Λένιν πάνω τους.
«Έλα ρε Νόρα, έφαγες τόσο σκατά, εδώ θα κολλήσεις; Να ξέρεις, cara mia, η παραίτηση είναι για τους δειλούς. Δεν σε κατατάσσω ανάμεσα σ΄ αυτούς. Δεν σε ξέρω έτσι. Δεν σε αγάπησα έτσι. Πιες λίγη ρετσίνα και θα φτιάξουν τα πράγματα, άκου τι σου λέω, κάτι ξέρει ο μπάρμπα Μπεν. Η ζωή δεν είναι να τη φοβάσαι, να τη σκέφτεσαι, να την αναλύεις, να την ξεκοκαλίζεις. Είναι να τη ζεις. Παλικαρίσια. Κι όπου σε βγάλει, ρε αδελφέ! Αλλιώς μην μπαίνεις καν στο κόπο να τη ζήσεις! Κόψε τις φλέβες σου και τελείωνε μια ώρα νωρίτερα. Έλα, ξέρεις εσύ! Δεν χρειάζεται να στα λέω εγώ. Είσαι ή δεν είσαι συντρόφισσα;»
Τα λόγια του Μπεν κατάφεραν να δονήσουν μια χορδή μέσα μου που όλα τα νυχτερινά χάδια του Χαμίντ δεν μπόρεσαν να αφυπνίσουν. Ήταν λόγια απλά, ζεστά, ανθρώπινα σαν το χαμόγελο που κατεργάρικα ανασήκωνε τις άκρες των χειλιών του. Χαρισματικός καταφερτζής ο Μπεν. Αφοπλιστικός. Ένας ακόμη φωτισμένος τρελός σαν τη Σάντα Μαρία, την αγοραφοβική, αλκοολική γειτόνισσά μου στη Βοστόνη. Σαν εκείνη την αγουροξυπνημένη πελάτισσα μου που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς έστω λίγη ζάχαρη στον καφέ της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου