Η ζωή μετά την έκτρωση άργησε να βρει τη φυσιολογική της ροή. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα δεν ένιωθα απολύτως τίποτα, ούτε θλίψη, ούτε χαρά, ούτε καν ανία ... τίποτα, ο απόλυτος εκμηδενισμός. Ήταν σαν να με είχαν σκοτώσει και βαλσαμώσει τοποθετώντας το κουφάρι μου σ’ ένα ψηλό ράφι που δεν το έφτανε κανείς. Εκεί καθόμουν οκλαδόν μερόνυχτα ολόκληρα με το τυφλό βλέμμα της κουκουβάγιας να παρατηρώ το απόλυτο «τίποτα», την ίδια μου την ανυπαρξία σε γκρο πλαν. Η ιδέα να το ξαναρίξω στους σοκολατένιους κορμούς και τις αντσούγες με φέτα τυρί φάνταζε σαν μια πιθανή λύση. Αντ΄ αυτού, πιο «ώριμη» πια, το έριξα στα Βάλιουμ και τον βαθύ ύπνο που μόνο λυτρωτικός δεν ήταν. Ξυπνούσα κάθε πρωί, σαν νεκραναστημένη, με δυο μαύρα μισοφέγγαρα κολλημένα γύρω από τα μάτια. Τα μάγουλά μου είχαν σακουλιάσει και το κεφάλι μου είχε στουπώσει από αλλοπρόσαλλες εικόνες που χαχάνιζαν κοροϊδευτικά μέσα στα αυτιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου