Το πρώτο πρόσωπο που αντίκρισα όταν το αυτοκίνητο του μπαμπά σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας ήταν εκείνο της Σάντα Μαρίας. H Σάντα Μαρία ήταν η Ιταλίδα γειτόνισσα η οποία ζούσε μόνη της στον πρώτο όροφο της οικοδομής μας. Ένας σωστός βούδας ήταν η Σάντα Μαρία, ασάλευτη όπως πάντα με τις τροφαντές διπλές της να κρέμονται πάνω από το περβάζι του παραθυριού της, ώρες ολόκληρες, με το τσιγάρο στο στόμα, να παρατηρεί τα δρώμενα της γειτονιάς χωρίς όμως ποτέ να βγάζει λαλιά, χωρίς να συσπάται. έστω ένας μυς του προσώπου της. Όπως την είχα αφήσει, έτσι την ξαναβρήκα·. σαν τα αγέρωχα βουνά, ένα αρχαίο λείψανο, μια σοφή τρελή, ένας φωτισμένος γκουρού. Μια φιγούρα τόσο γραφική όσο και γνώριμη, φιλική και απόλυτα αποδεκτή
Life's but a walking shadow, a poor player, that struts and frets his hour upon the stage, and then is heard no more; it is a tale told by an idiot, full of sound and fury, signifying nothing. William Shakespeare
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011
Aπόσπασμα από το βιβλίο μου
«Μα, κύριε» τραύλιζε η Τζένη, «κάτι έχει η μολυβοθήκη μου και δεν μπορώ να την ανοίξω να πάρω το στυλό μου. Μήπως μπορείτε να μου την ανοίξετε εσείς;»
Την πήρε ο ανύποπτος φουκαράς στα χέρια του και πάτησε το κουμπί. Μόλις είδε το παπάρι του σκελετού να σημαδεύει το κούτελό του, έκλεισε γρήγορα το καπάκι, άρπαξε την κόλλα της Τζένης, και με μια αγριοφωνάρα που μας έκανε όλους να πεταχτούμε από τις θέσεις μας, ούρλιαξε: «ΕΞΩ!!» και της έδειξε την πόρτα.
«Μάλιστα, κύριε» του είπε με ήρεμη φωνή η Τζένη. «Θα φύγω. Μήπως όμως μπορείτε να μου δώσετε πίσω την μολυβοθήκη μου; Εκτός κι αν θέλετε να την κρατήσετε εσείς. Δεν θα με πείραζε καθόλου. Είχε πολλές στο μαγαζί που την αγόρασα. Μπορώ να αγοράσω άλλη. Μάλιστα είχε μερικές, πως να το πω τώρα, μεγαλύτερες. Καταλάβατε τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;»
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Ο καιρός εκείνο το βράδυ ήταν σύμμαχός μας λες και για μέρες μάζευε την οργή του περιμένοντας τη στιγμή της συνουσίας μας για να τη ξεσπάσει πάνω μας. Ο αέρας είχε εξαπολύσει όλη του τη λύσσα στο πρόσωπο της γης, μαστιγώνοντας τις κορυφές των δέντρων ενώ η καταρρακτώδης βροχή καρφωνόταν σαν χιλιάδες στιλέτα στα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Μέσα στους γαλάζιους κεραυνούς που έσκαγαν πάνω μας σαν δεκάδες βόμβες έβλεπα τους σφικτούς γλουτούς του Nίκυ να ανεβοκατεβαίνουν την ώρα που σαν μανιασμένος Ποσειδώνας συντάρασσε το κορμί μου ενώ εγώ, ασάλευτη σαν θαλασσοδαρμένος βράχος, κοιτούσα το ταβάνι που είχε αρχίσει να στάζει νερό.
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Και όταν τον είδα να απομακρύνεται, να συρρικνώνεται σε μια μικρή, κινούμενη, μαύρη κουκκίδα και να εξαφανίζεται στο βάθος του σταθμού, μέσα στο τεράστιο κύμα οδύνης που με κατέκλυσε, κάρφωσα την παλάμη μου στο σπασμένο τζάμι του παράθυρου που βρισκόταν μπροστά μου. Θυμάμαι πως για πολλή ώρα, δεν ξέρω πόση, καθόμουν στο σιδερένιο παγκάκι, ένα κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, μετρώντας τις μικρές, κόκκινες πιτσιλιές πάνω στο γκρίζο τσιμέντο.
Ωστόσο, η επέτειος της 25ης Μαρτίου είχε και μια σκοτεινή πλευρά που με γέμιζε τρόμο και αποτροπιασμό κι αυτό γιατί τα βιβλία μας ήταν γεμάτα από φρικιαστικές εικόνες αιματηρών μαχών με τους βρακοφόρους Τούρκους να σκύβουν από τα άλογά τους και να αποκεφαλίζουν τους Έλληνες με τις τρομερές χατζάρες τους. Στο πολύ ευεπηρέαστο παιδικό μου μυαλό, αυτές οι εικόνες καταγράφτηκαν ανεξίτηλα και για πολλά χρόνια τις έβλεπα να ζωντανεύουν τρισδιάστατα στον ύπνο μου.
....αφήνοντάς την να τα βγάλει πέρα μόνη της, σε μια χώρα που ποτέ δεν αποδέχτηκε, σε μια χώρα που ποτέ δεν κατάφερε να κατακτήσει την καρδιά της, κι ας είχαν περάσει πάνω από τριάντα πέντε χρόνια από τη φρικτή εκείνη μέρα που το αεροπλάνο της προσγειώθηκε στην Αθήνα και ο κόσμος της ολόκληρος ρουφήχτηκε μέσα στο άγριο λιοπύρι του μεσοκαλόκαιρου.
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά. Θάφτηκε ζωντανή, μια ευωδιαστή, ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα του Μάη μαζί με τη γυναίκα που της είχε χαρίσει το δώρο της ζωής, αν αυτό, βέβαια, μπορούσε να θεωρηθεί δώρο και όχι κατάρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόταν πως, ίσως, η ζωή ήταν μια θεία καταδίκη, η πραγματική κόλαση, εκεί που στέλνονταν οι αμαρτωλοί για να αργοπεθαίνουν από τη στιγμή που γεννιούνται. O θάνατος ήταν η έσχατη τιμωρία. Σκεφτόταν πως οι καλοί, ίσως, να μη γεννιούνται ποτέ, ίσως να παρέμειναν εσαεί στον παράδεισο της ανυπαρξίας τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Με τα ξάστερα μάτια του φαντασίας της τον είδε να κείτεται μέσα στο φέρετρο, τον άκουσε να αναπνέει απαλά και ρυθμικά, να οσφραίνεται τη χωματερή μυρουδιά της νοτισμένης γης που τον σκέπαζε. Σαράντα πέντε χρόνια ζωής κλεισμένα σ’ ένα μαύρο κουτί, σαν το μαύρο κουτί των αεροπλάνων που έκρυβε στο εσωτερικό του όλα τα μυστικά της μοιραίας πτώσης του.
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Ένα βράδυ ξύπνησα μέσα στη νύχτα από έναν τρομακτικό εφιάλτη. Στο σουρεαλιστικό όνειρο αυτό ήμουν έγκυος μόνο που η κοιλιά μου ήταν επίπεδη σαν σανίδα. Ξαφνικά μ' έπιασαν οι πόνοι της γεννάς. Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Ήμουν ολομόναχη, ολόγυμνη και αβοήθητη. Λιποθύμησα από τους πόνους. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, βρέθηκα σ’ ένα σκοτεινό, αραχνιασμένο δωμάτιο φίσκα από παλιά, στραπατσαρισμένα έπιπλα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ένα ανακάτωμα από γεωμετρικά σχήματα σαν έργο του Πικάσο. Ήμουν σε ύπτια θέση πάνω σε ένα τεράστιο, μακρύ τραπέζι που θύμιζε το τραπέζι του Τελευταίου Δείπνου του Χριστού. Διασκορπισμένα παντού γύρω μου υπήρχε μια συλλογή από σκουριασμένα χειρουργικά εργαλεία και διάφορες τροφές, κυρίως σάπια λαχανικά, όπως πατάτες, μπρόκολα και καρότα. Πάνω από το σώμα μου στεκόταν ένας χασάπης ντυμένος με μια άσπρη ποδιά λερωμένη με πιτσιλιές αίματος. Στα χέρια του κρατούσε ένα γρύλο. Από το ξεδοντιάρικο στόμα του έβγαινε ένα ανατριχιαστικό χαχανητό που με ξεκούφαινε αναγκάζοντάς μου να βάλω τα δυο μου χέρια πάνω από τ’ αυτιά μου. Ο χασάπης γιατρός άρχισε να με τσιμπάει μανιωδώς σαν να ήθελε να με ξεπουπούλιασει. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πως το σώμα μου είχε καλυφτεί πατόκορφα από κατακίτρινα πούπουλα. Ούρλιαξα αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινα από το στόμα μου.
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Τότε μου ήρθε σαν κεραυνός η σκέψη πως ίσως να με περνούσαν για τρομοκράτισσα; Ήταν η εποχή που οι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι Baider Mainhoff χτυπούσαν ανελέητα στόχους στην Ευρώπη, ιδίως τα αεροδρόμια. Ο κοντοστούπης μ’ άρπαξε και αυτός από το μπράτσο (ρε μανία που είχαν με τα μπράτσα μου!) και με διέταξε να τον ακολουθήσω. Για δεύτερη φορά ένοιωσα το αίμα μου να παγώνει, να χέρια μου να τρέμουν και τα γόνατα μου να λυγίζουν. Μη μπορώντας να κάνω διαφορετικά, ακολούθησα τα βήματα του όταν αντιλήφτηκα πως στο βάθος της αίθουσας κάτι γινόταν: κόσμος, φωνές, ρεπόρτερ και μια έκρηξη από φλας σαν να έπεφταν αστραπές και βροντές μέσα στο αεροδρόμιο. Ξαφνικά ο κόσμος έκανε πέρα για να ανοίξει ο δρόμος και τότε την είδα· μια πανύψηλη καλλονή με μια τεραστία μαύρη καπελαδούρα και μαύρα εξίσου τεράστια γυαλιά. «Η Σοφία Λόρεν!» ξεφώνισα αυθόρμητα και χωρίς να το καταλάβω κατάφερα να ξεκόψω από τη σιδερένια λαβή του δεσμοφύλακά μου και να τρέξω προς το μέρος της ντίβας του Ιταλικού κινηματογράφου. Αμέσως ξέσπασε πανδαιμόνιο! Ένα τρελό κυνηγητό που θα το ζήλευε ακόμη και ο Tom και o Jerry! Όταν κατάφερα να την πλησιάσω και να τη δω από κοντά έπαθα σοκ. Το πρόσωπο της ήταν σαν τους κρατήρες της σελήνης, σκαμμένο, γεμάτο ουλές και σημάδια που προσπαθούσε να καλύψει με μια πορτοκαλί παχιά στρώση από font de teint και πούδρα. Και ενώ στεκόμουν εκεί και σκεφτόμουν όλα αυτά, ξαφνικά θυμήθηκα τον χοντρόκοντο τύπο και το έβαλα στα ποδιά ξανά, να πάω πού ένας Θεός μονάχα ήξερε!
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Αυτήν τη δουλειά τη μίσησα σχεδόν όσο μίσησα το αφεντικό μου, ένας κοντός, γλοιώδης Πελοποννήσιος που εκτός του ότι πασάλειβε κάθε πρωί τα μαλλιά του με τόνους μπριγιαντίνη είχε και ένα μυτερό, μακρύ νύχι στο μικρό του δαχτυλάκι και μ’ αυτό πότε σκάλιζε τη μύτη του και πότε τα αχαμνά του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι εισπράξεις της ημέρας και ο ποπός μου που δεν έχανε ευκαιρία να τον χουφτώνει όταν νόμιζε πως κανείς δεν τον έβλεπε. Όλη μέρα ζύγισα τις βρωμοπατάτες του, τα κρεμμύδια του, τα μήλα του και αλλά σάπια ζαρζαβατικά χωρίς αυτός ν’ αφήνει τα μάτια του από πάνω μου μήπως και κάνω κανένα λάθος στην ταμειακή μηχανή και χρεώσω λιγότερα ή δώσω λάθος ρέστα Δεν έχανε ευκαιρία να με επιπλήττει για τα λάθη μου, λες και εγώ είχα γεννηθεί μπακάλισσα. Ευτυχώς δεν έμεινα πολύ σ’ αυτή τη δουλειά γιατί μετά από περίπου δύο εβδομάδες έβαλα το πόδι μου κάτω και απλά αρνήθηκα να ξανάπαω. Χρόνια αργότερα έμαθα πως η γυναίκα του κυρ Μανώλη, έτσι τον λέγανε το λεχρίτη, τον παράτησε και έφυγε μ’ ένα τεκνό δεκατρία χρόνια νεότερο της. Χίλια μπράβο στην κυρία!
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Μόλις βγήκα έξω, η ζέστη υψώθηκε μπροστά μου σαν απτός τοίχος πάνω στον οποίο έπεσα με φόρα. Πήρα το ποδήλατο μου και συνέχισα την περιπλάνηση μου στους δρόμους και τις συνοικίες της πόλης. Αποφάσισα να πάω στο Cambridge, στην απέναντι όχθη του ποταμού Charles, εκεί που ήταν το πανεπιστήμιο του Harvard και όλοι οι κουλτουριάρηδες της Βοστόνης: οι καλλιτέχνες οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι φοιτητές και άλλοι εκπρόσωποι της σύγχρονης Αμερικανικής αστικής κουλτούρας. Στο Cambridge έπνεε άλλος αέρας, περισσότερο ευρωπαϊκός, μια πραγματική Montmartre με πολλά και διάφορα happenings, υπαίθρια café, ωραίες μπουτίκ και αναρίθμητα βιβλιοπωλεία. Και τι δεν έβλεπες στο Cambridge! Φρικιά, διανοούμενοι, σπουδαστές, περιθωριακοί, πρεζάκηδες, χίπηδες, απ’ όλα είχε ο μπαξές, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, o καθένας με τη δική του ιδιαιτερότητα, ο καθένας κάνοντας «his own thing» που σήμαινε, με λίγα λόγια, ότι του ερχόταν του καθενός στο κεφάλι να κάνει.
Πάρκαρα το ποδήλατο μου σ’ έναν από τους ειδικούς χώρους που υπήρχαν για τα δίτροχα και προχώρησα προς την πλατεία με τα πόδια. Κάθε τόσο και λιγάκι σταματούσα στις βιτρίνες και χάζευα τα διάφορα αξιοπερίεργα εκθέματα. Ότι έβαζε και δεν έβαζε ο νους σου έβρισκες! Υπήρχε κάτι για όλα τα γούστα: Ινδικά ρούχα, Αφρικάνικη τέχνη, Ασιατικές λιχουδιές μέχρι και μαγαζί με Ελληνικές φουστανέλες και κομπολόγια βρήκα! Και όλα αυτά κάτω από ένα τεράστιο πράσινο σκέπαστρο δέντρων των οποίων οι ηλιόλουστες φυλλωσιές δημιουργούσαν δροσερές, παιχνιδιάρικιες σκιές στα πεζοδρόμια και στους δρόμους.
Πλησίαζα την κεντρική πλατεία όταν διαπίστωσα πως ήταν αδύνατον να προχωρήσω άλλο με το ποδήλατο. Δεν άργησα να καταλάβω πως είχα φρακάρει στις άκρες μιας διαδήλωσης. Άκουσα φωνές εκατοντάδων ανθρώπων να υψώνονται σαν χορωδία δυνατά πάνω από τα κεφάλια μας. Βάλθηκα να σπρώχνω τον κόσμο με τους αγκώνες μου, μια δεξιά μια αριστερά (Ελληνικό κόλπο αυτό) και με τα πολλά σπρωξίματα κατάφερα να πλησιάσω αρκετά κοντά για να δω τι γίνεται. Το σκηνικό μου ήταν πάρα πολύ γνωστό από την Ελλάδα: πλακάτ, πανό, συνθήματα, συνωστισμός, λαϊκή οργή. IMPEACH ΝIXON! Κατάλαβα αμέσως! Το σκάνδαλο Watergate που συγκλόνιζε την Αμερική εκείνη την εποχή. Από διαδηλώσεις είχα μπουχτίσει κι έτσι απομακρύνθηκα από την πλατεία και συνέχισα τη βόλτα μου μέσα στα στενά του Cambridge. Βιβλιοπωλεία, μαγαζιά με αντίκες, φαστφουντάδικα, εστιατόρια Γαλλικά, Ιταλικά, Ελληνικά, μπουτίκ, μια αληθινή έκρηξη χρωμάτων και παραστάσεων που θα ζήλευε ακόμα και η πλατεία Djemaa el Fna στο Marrakesh. Καθώς περπατούσα κυλώντας το ποδήλατο δίπλα μου είδα μια πολύ όμορφη ξύλινη χειροποίητη ταμπελίτσα που έλεγε «The Algiers Café».
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Αφού είχε κάπως καταφέρει να ησυχάσει τη ξυλοδαρμένη από τις αναμνήσεις ψυχή της, ξετυλίχτηκε από την εμβρυακή στάση που είχε πάρει στον καναπέ νιώθοντας το σώμα της σαν ένα τσαλακωμένο χαρτί που έπασχε να το ισιώσει. Ο Πουσίνκο είχε αποκοιμηθεί πάνω στην κοιλιά της όπως συνήθιζε να κάνει τότε που ο ομφαλός της ήταν ένα μικρό βαθούλωμα στο κέντρο της σφικτής κοιλιάς που εκτεινόταν κάτω από τα σφριγηλά, ολόγιομα σαν λευκά φεγγάρια στήθη της νιότης της. Τον μάζεψε στην αγκαλιά της προσέχοντας να μη τον ξυπνήσει και τον ακούμπησε πάνω στα πορτοκαλί ινδικά μαξιλάρια που διακοσμούσαν την πλάτη του καναπέ.
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Μόλις τους είδε ο Andrew είπε κοφτά και κατηγορηματικά: «Πράκτορες της CIA». Όταν τον άκουσα να τους αποκαλεί έτσι, και μάλιστα με την ίδια απόλυτη εκνευριστική σιγουριά με την οποία εξέφραζε όλες τις εξοργιστικές του απόψεις, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
«Αμάν, βρε Andrew. Όλους ρουφιάνους ή κατάσκοπους τους βλέπεις. Πάσχεις από μανία καταδίωξης, το ξέρεις; Άντε πια! Έλεος! Παντού βλέπεις εχθρούς!»
«Θα το δεις. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η αμερικάνική σου αφέλεια, δεν λέω, είναι χαριτωμένη, όμως, όπως πάντα αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας».
«Ενώ η δικιά σου η ελληνική καχυποψία αγγίζει τα όρια της παράνοιας» ανταπάντησα, προσβεβλημένη που ακόμη μια φορά επιδίωκε να μειώσει τη νοημοσύνη μου.
«Καλά, καλά! Εδώ είμαστε και θα το δεις» είπε εμφατικά.
Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
«Ας μ’ ακούσουν. Αυτό θέλω κι εγώ. Να’ χουν να γεμίζουν τους φακέλους τους οι μπάσταρδοι στην ασφάλεια. Και ρύζι να φας σε αυτήν τη χώρα κομμουνιστής γίνεσαι. Το θέατρο του παράλογου, σου λέω. Κανείς δεν γλιτώνει, ούτως ή άλλως, οπότε, τι πειράζει που μιλάω;»
Αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να του διηγηθώ την περιπέτεια μου στην ασφάλεια, με τη μππάτησε λούζα και τον διοικητή. Αφού τελείωσα την αφήγησή μου, τα γέλια, κάνοντας αρκετά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος μας.
«Καλά τους έκανες. Έπρεπε όμως να τη βγάλεις τη μπλούζα. Τότε να δεις τι θα γινόταν! Θα τον έστελνες τον άνθρωπο. Εκατό μαλακίες θα τραβούσε πάνω στη φωτογραφία του Γιωργάκη!»
«Λες, δηλαδή, να μ΄ έχουν φακελώσει και μένα;»
«Και το ρωτάς; Πλάκα έχετε εσείς τα Αμερικανάκια! Και, βέβαια, σ΄ έχουν φακελώσει. Το περιστατικό με το μπλουζάκι, φαντάζομαι, πως έπιασε αρκετές σελίδες. Και τώρα που κάθεσαι εδώ και συζητάς μαζί μου, οι χαφιέδες του Γιωργάκη εδώ μέσα, πρώτος και καλύτερος ο Νικήτας, σ’ έχουν ήδη τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί. Να διαλέγεις πιο προσεκτικά τις παρέες σου» είπε και μου έκλεισε το μάτι.
«Μήπως είσαι λίγο παρανοϊκός;»
«Μήπως είσαι λίγο χαζούλα;»
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
Η μαυροφορεμένη γυναίκα που καθόταν στον υπολογιστή της μόλις είχε υποστεί ένα μικρό σοκ. Δεν πίστευε σ’ αυτό που έβλεπαν τα μάτια της. Η διεύθυνση που είχε μπροστά της, στα εισερχόμενα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της, είχε το δικό του όνομα. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά για ένα δευτερόλεπτο και μετά άρχισε να μπουμπουνίζει δυνατά σαν τη σόμπα που έκαιγε πυρετωδώς στην κουζίνα του σπιτιού της. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, κάποιο λάθος θα είναι ή κάποια κακόγουστη φάρσα. Ανυπομονούσε να ανοίξει το e-mail αλλά της ήταν αδύνατον να κάνει το απαραίτητο κλικ πάνω στο όνομά του. Τα χέρια της αιωρούνταν πάνω από το πληκτρολόγιο σαν δύο παγωμένες φτερούγες, ανίκανες να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Σκέφτηκε, μ΄ ένα ελαφρό τσιμπηματάκι ενοχής, πως λίγο ουισκάκι θα την βοηθούσε να μαζέψει το κουράγιο της. Αφού πρώτα υποσχέθηκε στον εαυτό της να πιει μόνο ένα ποτηράκι και ούτε σταγόνα παραπάνω, σηκώθηκε απρόθυμα από την καρέκλα της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Έριξε δύο μεγάλα ξύλα στη σόμπα και μετά ξέθαψε το μπουκάλι ουίσκι που είχε καταχωνιάσει στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη. Έβαλε μια αρκετά γενναία ποσότητα σ’ ένα χαμηλό ποτήρι και κρατώντας στο ένα χέρι τη μπουκάλα και στο άλλο χέρι το ποτήρι, επέστρεψε στο μεγάλο, ξύλινο τραπέζι με τα σκαλιστά λιονταρίσια ποδιά που αυτός, αυτός που τώρα την έψαχνε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή της, είχε αγοράσει πριν πολλά χρόνια. Ήταν το μοναδικό έπιπλο που είχε κρατήσει. Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και άνοιξε το play list στο youtube με τα αγαπημένα της Γαλλικά τραγούδια. Πάτησε το Play all και αμέσως το δωμάτιο πλημμύρισε με την υπέροχη, βελούδινη φωνή του Charles Asnavour. Je vous parle d ´un temps ...Que les moins de vingt ans ... Ne peuvent pas connaitre ... Monmatre en ce temps la ...
Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της είδε τη Μονμάρτη: τις ανθισμένες πασχαλιές, τους περιπλανώμενους ζωγράφους με τα καβαλέτα τους, τα γραφικά σοκάκια με τα ρετρό φαναράκια να κρέμονται από τους πολύχρωμους τοίχους, τα όμορφα bistro και καφέ με τα στρόγγυλα, κομψά τραπεζάκια τους έξω στα σκιερά πεζοδρόμια. Είδε τον καθεδρικό ναό της Sacre Coeur να ορθώνεται επιβλητικά σαν άγρυπνος φρουρός πάνω από το Παρίσι που σαν παραδομένη ερωμένη άπλωνε τα κάλλη της μέχρι τον καταγάλανο ορίζοντα. Είδε τον Χαμίντ να την κρατάει από το χέρι, να την σφίγγει κοντά του, να ραίνει το κεφάλι της με φιλιά. Ήταν και οι δύο είκοσι χρονών και τρελά ερωτευμένοι. La boheme … La boheme … Ca voulait dire on a vingt ans … La bohème … la bohème…Et nous vivions de l´air du temps ...
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Και εκεί που πήγα να ορθοποδήσω, έστω και κουτσαίνοντας στο ένα πόδι, ο ουρανός έσπασε σαν τζάμι καρφώνοντας το μεγαλύτερο και αιχμηρότερο κομμάτι του κατευθείαν στο κέντρο της καρδιάς μου. Τότε είδα τη σαρκοφάγo άβυσσο που είχε ρουφήξει μέσα στην κοιλιά της τη Υασμίνα να καταβροχθίζει αλύπητα το Μπεν. Τον βρήκαν να κρέμεται από το μπρούντζινο μπαρόκ πολυέλαιο της νοικοκυράς του, εκείνο με τα κατασκονισμένα αγγελούδια που έτρεχαν το ένα πίσω από τ’ άλλο με τις σάλπιγγες στο στόμα τους, εκείνον που τα Χριστούγεννα ο Μπεν στόλιζε με πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν χαρωπά. Κάτω από τα ποδιά του βρήκαν μια αναποδογυρισμένη καρεκλά και τα σπασμένα γυαλιά ενός JohnnyWalker.
Ο θάνατος του Μπεν με έστειλε σε μια ελικοειδή ελεύθερη πτώση κατευθείαν στα άδυτα της κόλασης. Για ένα χρόνο βυθίστηκα σε μια κατάσταση απύθμενης κατάθλιψης. Δεν ήθελε να φάω, δεν ήθελε να λουστώ, δεν ήθελα να βγω από το σπίτι, δεν ήθελε απολύτως τίποτα. Αυτός είναι ο αληθινός θάνατος· η έλλειψη επιθυμίας για το οτιδήποτε.
Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
Ένα παχύ δάκρυ κατρακυλάει αργά πάνω στο μάγουλό της και πιτσιλάει το πληκτρολόγιό της. Έτσι δολοφόνησε τη Υασμίνα· το γλυκό της κοριτσάκι που κατέληξε μια άμορφη κόκκινη μάζα στους υπόνομους της πόλης μαζί με τους αρουραίους. Ήταν σίγουρη πως όλη η κακομοιριά που συνάντησε στο διάβα της ζωής της οφειλόταν στο έσχατο αυτό αμάρτημα ενάντια στη φύση. Ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο. Με την πράξη της αυτή είχε συσσωρεύσει ένα σωρό κακό κάρμα που όχι μια ζωή αλλά ούτε δέκα ζωές δεν θα έφταναν να ξεπληρώσει το χρέος της στο δίκαιο αυτό νόμο του σύμπαντος
Ένα κύμα ναυτίας γιγαντώθηκε μέσα της και έτρεξε στο μπάνιο να προλάβει το ξερατό που είχε πήξει σαν τσιμέντο στο λαιμό της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)