Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

I like things that are round

I like things that are round

I like things that are round
Like pumpernickel rolls, full moons
And the swollen bellies of pregnant women.
Sharp edges frighten me
I never turn corners,wear pointed shoes
Or talk to people with square heads
Like Picasso's or my neighbor's next door.
I envy snails, unborn babies
And the lesbians I’ve known.
I never visit gothic churches
Or looming pyramids of old
Instead I curl within
A furled up leaf within another
Gathering light
In visions rounder than a crystal ball
I walk in circles
Taking care not to step without
Onto jagged cliffs
Dagger sharp and aiming
Straight for the heart
And so
I remain within
A simple child
Forever reluctant to be born.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

To J. Alfred Prufrock

To J. Alfred Prufrock

Shall we drift
together... apart?
Upstream ...downstream
Or no stream at all?
Do we dare to believe in mythical shores?

Within the spaces there is time
To reconsider and deny
To revise and compromise.
Within the lapses there is time
To reverse and curse
And stop the turning of the tide.

Can it be done?
Can it be done?
Can the moments be unraveled
Like the bunched up yarn upon the table
On the table waiting,waiting
Hoping to be undone?

So, do we dare?
Oh, do we dare?
Do we turn back upon those stairs?
Decide within a minute
What a minute can undo?

Do we dare
Oh, do we dare?
Look back without a care?
Shrug and say
What did it matter?
After all, what did it matter?
The waning fire,the cold disgrace
The licking fog upon our face?


Yes, I know, I know!
I grow old, I grow old!
I wear my trousers to the knee
I see bald corpses in my tea.

So let us go, then, Alfred dear
Let us go through “half-deserted streets”
To that restaurant with the oysters shells.
Let us get down to that business
To that final, gruesome business
As overwhelming as it is.
Shall we let the reaper in?
Yes, let us go and make that visit.

So what if the people come and go
Talking of Michelangelo?

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

The note

It isn’t I ...no it isn’t I!
It is the jostled image
Of someone I once knew.

Not long ago.
Just yesterday it seems
I dreamt of gothic spires
Transcending clouds
And libraries thick and dark
With painted domes
And names like Carlyle and Descartes
Now the only names I know
Are in the local grocery store
At night I lie awake
And listen to my husband snore.
Tomorrow I will take a lover
Daytime hard and undercover.
Once I counted stars
Now it’s pennies gray hairs
And the years I have left
When my daughter's twenty
I’ll be fifty
If I’m lucky
Which I am not

Tonight I'll write that note
and stick it in my house dress pocket
Or better still
I'll start a story
Of a woman in distress
But first I'll bake a cake
And do the laundry
These things they can not wait
Once I'm done
I'll take my leave
Go after all those haunting dreams
My feet are cold
My slippers worn
My soul is torn

Tonight I'll draw my will
Disown my life and all its dribble
Leave my dishrag to my husband
Now asleep in sheets of grace
Not a worry line upon his face
How he hoards his little kisses
Tasteless things inside my mouth
A consolation prize I can do without
Time to make the tea
Time to make the tea
Oh, where's the kettle?
Dear me, where is the kettle?



Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Now that my days are almost done


Now that my days are almost done
The things I coveted when I was young 

Now as inaccessible as my youth 
Prevent my ageing gracefully
So many unfulfilled desires
Some I recall
Οthers nudge a memory or two 
The treehouse I never owned
The bike I never rode
And the love I could not hold
In school I'd feel sublime 
So sure I'd be a poet  
Or a scholar of some kind 
Always with my head in clouds 
And feet an inch or two above the ground
Whatever will become of her they’d say
And shake their heads in such dismay
Now I drag my feet
In worn-out slippers of defeat
I prowl the premises at night
 

Stumbling on the grieving ghosts 
Of things that never came to pass 
A crib death of a kind 
One hardly dares to speak about..



Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Πως αν η αγάπη πέσει


Πως αν η αγάπη πέσει
και το αίμα της δώσει
μα η μάχη χαθεί
άφησέ την να φύγει
μη τη σηκώνεις ψηλά
τα τραύματά της
μη προσπαθήσεις
να επουλώσεις
αυτό απλά δεν γίνεται
γι αυτό
άφησέ την χάμω
στη γη να ξεψυχήσει
έτσι όπως έζησε
ηρωικά
μα προπάντων
ακέραια και αρτιμελής


Απόσπασμα από το βιβλίο μου

 Και την άλλη μέρα έφυγα κι από τη μια στιγμή στην άλλη έχασα τα πάντα. Μέσα σε δέκα περίπου ώρες, όσο διήρκεσε η πτήση μου από τη Βοστόνη μέχρι την Αθήνα και μετά μέχρι τη Θεσσαλονίκη, η ζωή μου άλλαξε, και ότι γνώριμο και πολύτιμο υπήρχε γύρω μου, αρπάχτηκε βίαια μέσα από τα ίδια μου τα χέρια: η μικρή μου αδελφή που τόσο πολύ λάτρευα, οι παιδικοί μου φίλοι, το σπίτι μου, το ποδήλατο μου που με ταξίδευε στιςμακρινές γειτονιές της Βοστόνης και μου έδινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που τόσο είχα ανάγκη, η ζωή μου ολόκληρη, όλα, μα όλα, καταβροχθίστηκαν μέσα στο αχανές μαύρο ουρανό της έναστρης νύχτας. Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια αργότερα, με τόσα απωθημένα μέσα μου, πού και πού με πιάνει η τρέλα και οργισμένη, ανασέρνω από τη μνήμη μου τα συντρίμμια της ζωής μου και, απεγνωσμένα, προσπαθώ να τα ανασυνθέσω, να ξαναφτιάξω την εικόνα του κόσμου όπως την ήξερα, την εικόνα του εαυτού μου, ο εαυτός μου που χάθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον άγνωστο και εχθρικό, όπου τα πάντα φάνταζαν εξωπραγματικά σαν να είχα πατήσει το πόδι μου, ως δια μαγείας, σε έναν κόσμο άγνωστο, παράλογο και παντελώς αδιάφορο για μένα.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Έτσι σε θέλω

Έτσι σε θέλω
να διαστέλλεσαι μέσα μου
σαν το σύμπαν
να γιγαντώνεσαι μέσα μου
σαν ιερός βράχος
να απλώνεσαι μέσα μου
σαν τη θάλασσα
να γίνεσαι
ένα με τη σάρκα μου
να με γεμίζεις
γη
αέρα
φωτιά
νερό
να γίνεσαι ο Θεός μου
στις ηδονοκορφές
του Ολύμπου

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Στη μητέρα μου


Δεν ήταν μέρα αυτή
που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει.
Οι αμυγδαλιές ολάνθιστες
και το φεγγάρι ορθάνοιχτο
σαν λευκόχρυσο τριαντάφυλλο
στο πελώριο αυτί του σύμπαντος
Το σύμπαν που έλεγες,
ξανά και ξανά, πως έχασες
κι αυτό σε άκουγε, σε άκουγε!
Και σε μάζεψε κοντά του!

Κανείς δεν σε είδε
να ξεμακραίνεις
σαν μοναχικό καράβι
να χάνεσαι
στη γαλάζια αχλύ
της αρυτίδωτης θάλασσας.
Κανείς δεν άκουσε
το στερνό το σφύριγμά του
μήτε το αλαφροπάτημά σου.
Κανείς δεν είδε τη μορφή σου
να σου πει αντίο
να σου πει καλό ταξίδι!
Και μη φοβάσαι!

Δικό μου ήταν το τελευταίο φιλί
δικά μου τα τελευταία λόγια
Ψίχα ψωμιού σε τάιζα
στο στόμα και σου μίλαγα, σου μίλαγα.
“Όμορφο το φεγγάρι, μάνα, δες!”
Δεν ξέρω αν μ' άκουγες
αν η φωνή μου έφτανε
ως εκεί που διάβανες.
Ελπίζω να σε συνόδευαν
γλύκα τα λόγια μου
στο ταξίδι που τόσο ήθελες να πας!



Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010



Το πρωί ξεμύτισα από την κρυψώνα μου γιατί ψιλόβρεχε.  Μ 'αρέσει η βροχή, το άγγιγμα της, το άρωμα της,  η  φωνή της.  Περπάτησα στη γειτονιά μου κάτω από τα δέντρα που πάνω στα φύλλα τους, σαν μικρές γυάλινες χάντρες, γυάλιζαν οι σταγόνες της βροχής. Είδα ένα ζητιάνο να κάθεται στο πλατύσκαλο μιας τράπεζας. Ήταν καμιά πενηνταριά χρονών και είχε τραβήξει την τραγιάσκα του μέχρι κάτω για να καλύψει το πρόσωπό του.   Είδα και καμιά δεκάρια παππούδες να καπνίζουν έξω από ένα καφενείο γιατί απαγορεύεται τώρα το τσιγάρο σε κλειστούς χώρους.  Η επόμενη στάση μου ήταν το super market. Στο ταμείο δεν μου έφτασαν τα χρήματα κι αναγκάστηκα ν' αφήσω την οδοντόκρεμα και το αποσμητικό.  Στο δρόμο κούναγα το κεφάλι μου και έριχνα ματιές μέσα στα μαγαζίά  που ήταν σχεδόν άδεια. Επέστρεψα σπίτι, έβαλα λίγο κρασί και άρχισα να γράφω ..Μακάρι να μπορούσα να μπω μέσα σε μια σταγόνα βροχής και να κούρνιαζα.  Ο κόσμος είναι πιο όμορφος από ΄κει. ...


Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Τη μέρα που ο Μεγάλος Σεισμός ταρακούνησε τα μυαλά των ανθρώπων, ένα ολόκληρο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας βυθίστηκε στο πένθος. Η όμορφη γυναίκα του Γιώτα, η Ξία, είχε φέρει στον κόσμο το τρίτο κατά σειρά κορίτσι του ζευγαριού. Όλεθρος μεγάλος και από το σεισμό φοβερότερος!
     Οι κραυγές της λεχώνας έφτασαν μέχρι την εκκλησία την ώρα που ο παπάς μεταλάμβανε τους πιστούς του. Το δισκοπότηρο έπεσε από τα χέρια του και έτρεξε άρον άρον, ξωπίσω του και το ποίμνιό του, στο φτωχικό του Γιώτα και της Ξίας. Όρμησαν όλοι μαζί μέσα στο μαγειρειό σαν σμήνος αγριεμένων μελασών. Οι φωνές του μωρού έκαναν τη γη να τρέμει και τα τζάμια να τρίζουν. Μπήκαν σύσσωμοι στην κάμαρα με το τζάκι και είδαν την κούνια του μωρού να κουνιέται πέρα δώθε σαν χαρμόσυνη καμπάνα. Έσκυψαν πάνω από την κούνια και έκπληκτοι αντίκρισαν ένα πλασματάκι, κακάσχημο, με πυρρόξανθα μαλλιά και ένα μικρό κόκκινο σημάδι σαν φλογίτσα ανάμεσα στα ξανθά του φρύδια. Το φασκιωμένο νεογνό χτυπιόταν μέσα στην κούνια του σαν μικρή νεκραναστημένη μούμια.
     «Τι σμαδ είνι τούτου 'δω» ρώτησε πρώτη και καλύτερη η Κλεισάρω, η χοντρή θεία του μωρού.
     «Είν' δμονσμέν! Δεν βλεπς το σμαδ;» είπε η Στεργιάνω, η αδύνατη θεία του μωρού και ζήτησε από τον παπά να διαβάσει τη μικρή.
      Ο παπάς διάβασε τη μικρή αλλά οι προσευχές του δεν έπιασαν τόπο. Η λιλιπούτεια μούμια μέσα στην κούνια συνέχιζε να ουρλιάζει. Την κούνησε ο ένας, την κούνησε ο άλλος, όλοι με τη σειρά, του κάκου όμως γιατί το κοριτσάκι δεν σταμάταγε το κλάμα.
     «Ουστ άπου ' δω! Θκιαμ είνι ιγγονή» βρόντηξε ο μπάρμπα Βαγγέλης, ο παππούς της μικρής, και τους έκανε όλους πέρα. Άπλωσε το χέρι του στην κούνια και ως δια μαγείας, το κλάμα σταμάτησε. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, αν τολμούσε κανείς να αγγίξει την κούνια του μωρού, όλο το χωριό έχανε τον ύπνο του.
     Λίγες μέρες αργότερα το κοριτσάκι αρρώστησε βαριά. Το κόκκινο σημάδι είχε απλωθεί πατόκορφα στο κορμάκι του. Τη νύχτα που χαροπάλευε, οι μαυροφορεμένες γυναίκες του χωριού συγκεντρώθηκαν γύρω από τη κούνια του μωρού, και μ' ένα κερί στο χέρι, βάλθηκαν να κρατήσουν αγρυπνία περιμένοντας τη ψυχή του κοριτσιού να κάνει φτερά.
     «Ασ' το να πιθάν'. Τι του θελ' άλλου κουρίτσ' ο Γιώτας;» έσκουζαν οι καρακάξες.
Ούτε να τ' ακούσει ο κακόμοιρος ο Γιώτας. Καβαλίκεψε το άλογο του και καλπάζοντας σαν το φουρτουνιασμένο άνεμο πήγε στην πόλη για να φέρει το γιατρό. Το κοριτσάκι τελικά σώθηκε και πήρε το όνομα Θεοδώρα.