Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

 Απόσπασμα από το βιβλιο μου.

Ο λόγος της ήταν χειμαρρώδης. Οι λέξεις έβγαιναν με μεγάλη ευκολία ορμώμενες από τη δική τους δυνατή βούληση να απεγκλωβιστούν από μέσα της. Κάθε λέξη που τυπώνονταν στη λευκή οθόνη αποσπούσε κι ένα κομμάτι από τη ψυχή της. Η διαδικασία ήταν επίπονη αλλά αναγκαία. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ήταν ένας ψυχικός θάνατος, αργός και βασανιστικός, που την εξουθένωνε κάθε μέρα και περισσότερο.  'Ηταν ένας θάνατος λυτρωτικός. Ας προλάβω να τελειώσω το βιβλίο μου κι ας πληρώσω με τη ζωή μου.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010




Στον Καβάφη

Σαν φτάσεις στην όχθη του Αχέροντα
Το γερο-βαρκάρη μη φοβηθείς
Γλυκό το ταξίδι της λήθης
Αυτή είναι η φύση σου
Να μην υπάρχεις μέσ' στο χάος
Η ψυχή σου ένα πάφλασμα
Ένα θρόισμα
Στην αιωνιότητα

Πριν όμως επιβιβαστείς
Σκέψου τα όσα συναρπαστικά έζησες
Τους ηδονικούς έρωτες, τα θρυλικά ταξίδια
Τους Κύκλωπες που τύφλωσες
Τις Σειρήνες που μέσα σου σώπασες
Και άφησέ τα να πέσουν χάμω στο ποτάμι
Εκεί που πας δεν θα τα χρειαστείς

Χορτάτος περιπέτειες θα φύγεις
Και γνώσεις πολλές θα έχεις αποκτήσει
Γι αυτό τον οβoλό στη γλώσσα σου βάλε
Και το χέρι του Χάρου μη φοβηθείς
Να πάρεις στο δικό σου χέρι
Είναι σοφός
Και θα σε βγάλει στην αντίπερα όχθη

Εκεί σε περιμένει η Ιθάκη σου ...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Οι λέξεις μέσα μου κοιμούνται.  Ροχαλίζουν μέσα στα αυτιά μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ.  Δεν ξέρω ποιο από τα δύο προτιμώ, το ροχαλητό τους ή την ασταμάτητη φλυαρία τους;  

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

η τελίτσα

είσαι μια τελίτσα
μικρή
μαύρη
ολομόναχη
ασήμαντη
τελίτσα στο ξεκίνημα της ζωής μου

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Το καλοκαίρι

Ατέρμονο το καλοκαίρι εκείνο
πύρινος νυχτιάτικος ήλιος
έκαιγε την άμμο ...

Είπες: Μια νύχτα μόνο σου ζητώ...

Και η μία γίνανε πολλές
και έγινε ερήμην μας χειμώνας ...

Ατέρμονος και ο χειμώνας
κόκκινο το ολόγιομο φεγγάρι
έσταζε στην άμμο ...

Είπες: Σ΄ αγαπώ
και η θάλασσα εξερράγη...

Υδάτινη λάβα στα κορμιά μας
τα πυρόπληκτα κορμιά μας
τα λεηλατημένα
τα υποταγμένα
αμαρτωλά κορμιά μας...


Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

ΓΥΝΑΙΚΑ

Θα παίξω τον εαυτό μου
σαν χορδή
σαν φύλλο στον αγέρα
με δάκρυ αλμυρό
θα σβήσω τη φωτιά
θα ξαναγινώ
Γυναίκα

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010


Στη Σοφία

Είσαι αυτό που μέσα μου αγκιστρώνεται
ζωή
ανοιχτή πληγή στα σωθικά μου
απ’ όπου
αιώνια
ο απόηχος της πρώτης σου κραυγής
ηχεί μες στη ψυχή μου


Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Μπζζζζζζζζζζζζζζζζ.!!!!!!!!!.Οι λέξεις - μύγες δεν μ' αφήνουν να κοιμηθώ.   Αύριο θα αγοράσω μυγοσκοτώστρα (ή μήπως λεξοσκοτώστρα!) μπας και μπορέσω να πιάσω καμία και να την κολλήσω στο χαρτί ...εκεί δεν είναι η θέση της και όχι στο κεφάλι μου μέσα; 

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Στην Οδό Ανταρτοπόλεως

http://www.scribd.com/doc/35356919

Ο μικρός Μάνος ανέβηκε στο δωμάτιο του και άνοιξε το Λεξικό των Μάγων που είχε κρυμμένο κάτω από το στρώμα του. Ξεφύλλισε το βιβλίο μέχρι να βρει αυτό που έψαχνε.
ΧΛΟΜΑΔΑ: Το άτομο που παρουσιάζει χλομάδα πρόκειται σύντομα να γίνει φάντασμα.
Μόλις το διάβασε αυτό άρχισε να τρέμει σαν τη βελόνα της πυξίδας και το βιβλίο έπεσε από τα χέρια του. Σε ποιον να το πει αυτό τώρα; Ποιος θα τον πίστευε πως η φοβερή και τρομερή Παρθένα θα γινόταν σύντομα ένα φάντασμα; Τη σκέψη αυτή την ακολούθησε μια άλλη τρομερότερη σκέψη! Αν γινόταν φάντασμα η Παρθένα, θα τους στοίχειωνε όλους, για να πάρει την εκδίκησή της για τα όσα της είχαν κάνει. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Έπρεπε να βρει τρόπο πάση θυσία να αποτρέψει τέτοια συμφορά. Κατέβασε από τα ράφια του όλα τα μαγικά βιβλία που είχε αγοράσει με το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι του και έψαξε πυρετωδώς να βρει το αντίδοτο που θα τους γλίτωνε όλους από το φάντασμα της Παρθένας.

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Μία vaga στο Σικάγο...

Εδώ γράφω,γράφω,γράφω ...

ΤΣΕ

Ένα υγρό, θεοσκότεινο φοιτητικό υπόγειο

στιγμάτισε τη ζωή μου.

Από παντού η ασπρόμαυρη αφίσα του Τσε Γκεβάρα

παρακολουθεί τις ταλαίπωρες κινήσεις μου

και μια παλιά βιβλιοθήκη

γέρνει τα γέρικα οστά της

γυρεύοντας

σε κάποιον πάνω ν’ ακουμπήσει

τα μυστικά που τόσα χρόνια τη βαραίνουν.

Μα κανείς δεν τη διαβάζει πια.

Και ο Τσε από ψηλά, εικόνα φανερωμένη,

μέσα από πυκνούς καταρράκτες

παρακολουθεί τις ταλαίπωρες κινήσεις μου

καταγράφοντας ξανά και ξανά

τη στιγμή που ο χρόνος αυτοκτόνησε

παίρνοντας στο λαιμό του

τόσους αθώους ανθρώπους.

Ακόμα ο επιθανάτιος ρόγχος του

κροταλίζει μέσα στα αυτιά μου.

Μα εσύ δεν τον ακούς

έφυγες και μ’ άφησες

να μεταλλάσσομαι σε κατσαρίδα,

ποδοπατημένη από το βάρος τόσων φαντασμάτων

σε τούτο’ δω το εφιαλτικό υπόγειο

που δεν κατοικείται από κανέναν πια

παρά μόνο από μια κατάκοπη βιβλιοθήκη

και το αόμματο βλέμμα του Τσε

που από ψηλά αδιαφορεί για τις ταλαίπωρες κινήσεις μου.

Θεοδώρα Τζόκα




Το διήγημα μου Στην Οδό Ανταρτοπόλεως στη συλλογή διηγημάτων Συνοικία Διηγημάτων απο το περιοδικό Διέξοδος. Μια οικοπεδούχα στην Καλαμαριά ασκεί την ανελέητη εξουσία της πάνω στους κατοίκους μιας οικοδομής που επαναστατούν ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται. Μια ιστορία για τη δύναμη της αγάπης που αναδεικνύει ότι καλύτερο κρύβει μέα του ο άνθρωπος... ακόμα και ο πιο στραβός και ανάποδος.


Πρόσφατα ήμουν στη Νεα Υόρκη και πήγαμε με την παρέα μου στο in restaurant Planet Hollywood του SylvesterStallone και του Bruce Willis για φαγητό. Εκεί είδα τα original γοβάκια που φορούσε η μικρή Judy Garland στην αγαπημένη μου ταινία, Ο Μάγος του Οζ. Ήταν μία από τις πιο ευτιχισμένες στιγμές της ζωής μου. Μικρή είχα κλέψει την ταυτότητα της Dorothy κι έβαζα τους φίλους μου να με λένε Dorothy αντί για Theodora. Τη κόρη μου τη φωνάζω munchkin. Το ουράνιο τόξο ακόμα το ψάχνω...

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

..και γράφω, γράφω, γράφω ....



Μα πόση ιστορία κουβαλούν αυτές οι λέξεις; Πότε θα σιγάσουν οι φωνές τους; Από μικρή τις ακούω να βολοδέρνονται στο μυαλό μου. Τα φαντάσματα πότε πεθαίνουν; Ας μου πει κάποιος για να ελπίζω στο θάνατο κι εγώ....

Απόσπασμα από το βιβλίο μου


Μόλις που προλάβαμε να γυρίσουμε σπίτι από το πανεπιστήμιο πριν οι νεαροί φαντάροι μας πυροβολήσουν πισώπλατα μέσα στο ομιχλώδες σκοτάδι της νύχτας. Σπαρταράω σαν το ψάρι. Στέκομαι, μαρμαρωμένη, στη μέση της κουζίνας, βουβή, ανίκανη να αρθρώσω την παραμικρή λέξη, να καταφέρω την παραμικρή κίνηση στο κορμί μου. Τα μαλλιά μου στάζουν πάνω στη πολύχρωμη κουρελού της γιαγιάς μου. Οι σταγόνες που πέφτουν σχηματίζουν μια λιμνούλα στα πόδια μου μέσα στην οποία πλατσουρίζει χαρούμενα ο Πουσίνκο, ο κίτρινος tabby του Χαμίντ.

Έξω η παχύρρευστη αντάρα σκαρφαλώνει σαν γκρίζο θεριό τα μπαλκόνια της γειτονιάς, γλείφει τα τζάμια της μπαλκονόπορτας του σαλονιού, μπαίνει μέσα από τις χαραμάδες των κουφωμάτων, εισχωρεί στα κορμιά μας και στις καρδιές μας. Ο Πουσίνκο πηδάει σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα πάνω στο ντιβάνι και αφού γλείφει τα μουστάκια του, κουλουριάζεται πάνω στα ξυλιασμένα μου πόδια. Ακούω τη φωνή του Χαμίντ να με ρωτάει κάτι, μια φωνή γνώριμη, αγαπητή αλλά ταυτόχρονα απόμακρη και ξένη στ’ αυτιά μου.

και γράφω,γράφω,γράφω....


και γράφω, γράφω, γράφω. .. νιώθω σαν να είμαι μία από τις πριγκίπισσες στο παραμυθι των αδελφών Grimm που χόρευε και χόρευε και χόρευε μέχρι το πρωί λιώνοντας καθημερινά ένα ζευγάρι παπούτσια . .. εγώ λιώνω τη ψυχή μου. .. δεν ξέρω αν είμαι καταραμένη ή μαγεμένη ή απλά τρελή...
Στο Γιώργο
Καλά το είπε ο ποιητής
Ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας.
Μα ήταν Μάρτης
Και το χιόνι άλιωτο ακόμα στις αυλές.
Δυσοίωνο τόσο πράσινο
Μονοκοπανιάς ξαμολημένο,
Χυδαίο, μια διαστροφή της φύσης.
Το' χα πει εγώ στο Μιχάλη
Σε καλό δεν θα μας βγει
Και τον ετράβηξα μέσα
Μακριά από τη φωτοδίνη.
Μα εσύ δεν πρόλαβες
Και η φύση ασέλγησε πάνω σου.
Ρίχνοντας μια θηλιά στο λαιμό σου
Τη σιωπή σου αγόρασε.


Θεοδώρα Τζόκα

ΠΟΥΛΙΑ


ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Οι σκέψεις μου
Πούλια
Σαν κάνω να τις πιάσω
Στο άγραφο λευκό κελί,
Στα οριζόντια κάγκελα
Να εγκλωβίσω
Μυριάδες φτερουγίσματα
Ξεσηκώνουν το μυαλό μου
Ωσότου βάλω πέννα στο χαρτί
Eπιτέλους
Ησυχάζω

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Είδατε λοιπόν; Πάλι με ξυπνούν οι λέξεις...

Ξύπνησα κακοδιάθετη. Φτιάχνω καφέ, κάθομαι στον υπολογιστή, διαβάζω τις ειδήσεις:1,200 νεκροί από πανούκλα στο Πακιστάν και οι συνεργάτες των βουλευτών παίρνουν αύξηση εν μέσω κρίσης... Ο καφές είναι δυνατός αλλά είμαι δυσκοίλια και ίσως να βοηθήσει o καφές να απαλλαχτώ από όλα όσα μέσα μου με βαραίνουν ..θέλω να κλείσω τα παντζούρια και να ξαναχωθώ κάτω από την κουβέρτα μου ... Σκέφτομαι τον Άσιμο και αναρωτιέμαι αν περνάει καλά "εκεί πάνω" με το μπάγασα του...

και γράφω,γράφω,γράφω....


Σήμερα δούλεψα το βιβλίο μου. Έγραφα και έσβηνα..έγραφα και έσβηνα...αυτή η δουλειά γίνεται κάθε μέρα... η ζωή μου κύκλους κάνει εντός και εκτός κειμένου... ακόμα και στον υπνό μου με κυνηγάνε οι λέξεις ... ησυχία δεν έχω ποτέ..... το πρωί θα ξυπνήσω ένα πτώμα και στον καφέ μου θα βλέπω λέξεις...

και γράφω,γράφω,γράφω....


Γιατί γράφω; Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Οι λέξεις με καταδιώκουν. Δεν μ΄αφήνουν σε ησυχία. Όπου γυρίσω, αυτές βλέπω μπροστά μου. Κάτι θέλουν από μένα... την ιστορία τους να γράψω ... ξανά και ξανά και ξανά... όχι, δεν έχει αρχή και τέλος αυτη η ιστορία...